παράγραμμα: Difference between revisions
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />mot dénaturé par plaisanterie, par substitution d'une lettre par une autre (~ contrepet).<br />'''Étymologie:''' [[παραγράφω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />mot dénaturé par plaisanterie, par substitution d'une lettre par une autre (~ contrepet).<br />'''Étymologie:''' [[παραγράφω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παράγραμμα:''' ατος τό приписка, добавление Dem. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παράγραμμα:''' -ατος, τό ([[παραγράφω]]), αυτό που γράφεται δίπλα, επιπρόσθετη [[πρόταση]], [[προσθήκη]], σε Δημ. | |lsmtext='''παράγραμμα:''' -ατος, τό ([[παραγράφω]]), αυτό που γράφεται δίπλα, επιπρόσθετη [[πρόταση]], [[προσθήκη]], σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[παράγραμμα]], ατος, τό, [[παραγράφω]]<br />that [[which]] one writes [[beside]], an [[additional]] [[clause]], Dem. | |mdlsjtxt=[[παράγραμμα]], ατος, τό, [[παραγράφω]]<br />that [[which]] one writes [[beside]], an [[additional]] [[clause]], Dem. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:10, 3 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A that which one writes beside: additional clause, προσπαραγράφειν π. D.39.9. II in cipher, substitute for a letter, Aen.Tact.31.18.
German (Pape)
[Seite 474] τό, das, was man daneben schreibt oder hinzusetzt, Zusatz, Dem. 39, 9 u. Sp. – Das Umschreiben, Verändern einer Schrift, Verfälschen. – Das Schreiben eines Buchstaben statt eines andern, zum Scherz, Paragramm, v.l. bei Arist. rhet. 3, 11, wo die richtige Lesart τὰ παρὰ γράμμα σκώμματα ist.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
mot dénaturé par plaisanterie, par substitution d'une lettre par une autre (~ contrepet).
Étymologie: παραγράφω.
Russian (Dvoretsky)
παράγραμμα: ατος τό приписка, добавление Dem.
Greek (Liddell-Scott)
παράγραμμα: τό, τὸ προσπαραγραφόμενον, κατὰ ποῖον νόμον προσπαραγράφοιτ’ ἂν τοῦτο τὸ παράγραμμα ἢ ἄλλο τι πλὴν ὁ πατὴρ καὶ ὁ δῆμος; Δημ. 997. 10, πρβλ. Αἰν. Τακτ. 31· τῷ Ἀλεξάνδρῳ παράγραμμα ἦν ἡ πατρὶς Ἀριστείδ. τ. 1, σ. 141, ἔκδ. G. Dind.
Greek Monolingual
τὸ, Α παραγράφω
1. πρόσθετη διάταξη («κατὰ ποῖον νόμον προσπαραγράφοιτ' ἄν τοῦτο τὸ παράγραμμα», Δημοσθ.)
2. (στην κρυπτογραφία) σημείο που αντικαθιστά ένα συγκεκριμένο γράμμα.
Greek Monotonic
παράγραμμα: -ατος, τό (παραγράφω), αυτό που γράφεται δίπλα, επιπρόσθετη πρόταση, προσθήκη, σε Δημ.
Middle Liddell
παράγραμμα, ατος, τό, παραγράφω
that which one writes beside, an additional clause, Dem.