φαιοχίτων: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br />vêtu d'une robe sombre.<br />'''Étymologie:''' [[φαιός]], [[χιτών]]. | |btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br />vêtu d'une robe sombre.<br />'''Étymologie:''' [[φαιός]], [[χιτών]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φαιοχίτων:''' ωνος (ῐ) adj. одетый в темное платье (Γοργόνες Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φαιοχίτων:''' [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που [[φορά]] χιτώνα με [[χρώμα]] σταχτί, σε Αισχύλ. (δεύτερη συλλ. [[μακρά]], σαν να ήταν <i>φαιοκχίτων</i>, βλ. Χ, χ). | |lsmtext='''φαιοχίτων:''' [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που [[φορά]] χιτώνα με [[χρώμα]] σταχτί, σε Αισχύλ. (δεύτερη συλλ. [[μακρά]], σαν να ήταν <i>φαιοκχίτων</i>, βλ. Χ, χ). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=φαῐο-χίτων, ωνος, ὁ, ἡ,<br />[[dark]]-robed, Aesch. [[second]] [[syllable]] [[long]], [[quasi]] φαιοκχίτων; v. X χ fin.] | |mdlsjtxt=φαῐο-χίτων, ωνος, ὁ, ἡ,<br />[[dark]]-robed, Aesch. [[second]] [[syllable]] [[long]], [[quasi]] φαιοκχίτων; v. X χ fin.] | ||
}} | }} |
Revision as of 16:30, 3 October 2022
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, dark-robed, A.Ch.1049 (where the second syllable is apparently long metri causa).
German (Pape)
[Seite 1252] ωνος, grau, schwärzlich gekleidet, Aesch. Ch. 1045; φαιωχίτων u. φαιοκχίτων ist f. L., aber ο ist lang gebraucht.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ, ἡ)
vêtu d'une robe sombre.
Étymologie: φαιός, χιτών.
Russian (Dvoretsky)
φαιοχίτων: ωνος (ῐ) adj. одетый в темное платье (Γοργόνες Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
φαιοχίτων: [ῐ] -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων φαιόν, τεφρόχουν χιτῶνα, Αἰσχύλ. Χο. 1049, ἔνθα ἡ δευτέρα συλλαβὴ εἶναι μακρὰ ἐν ἄρσει ὥστε οὐδεμία ἀνάγκη ὑπάρχει τῆς γραφῆς φαιοκχίτων· ἴδε Χχ ἐν τέλ.
Greek Monolingual
-ωνος, ο, η, ΝΑ, και φαιοχίτωνας, ο, Ν
αυτός που φορεί φαιόχρωμο χιτώνα
νεοελλ.
(το αρσ. στον πληθ.) οι φαιοχίτωνες
τα μέλη του γερμανικού ναζιστικού κόμματος του Χίτλερ, που ονομάστηκαν έτσι από το χρώμα της στολής τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαιός + -χίτων (< χιτών, -ῶνος), πρβλ. ξανθο-χίτων).
Greek Monotonic
φαιοχίτων: [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που φορά χιτώνα με χρώμα σταχτί, σε Αισχύλ. (δεύτερη συλλ. μακρά, σαν να ήταν φαιοκχίτων, βλ. Χ, χ).
Middle Liddell
φαῐο-χίτων, ωνος, ὁ, ἡ,
dark-robed, Aesch. second syllable long, quasi φαιοκχίτων; v. X χ fin.]