φείδων: Difference between revisions

From LSJ

ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ωνος (ὁ) :<br />homme parcimonieux, avare.<br />'''Étymologie:''' [[φείδομαι]].
|btext=ωνος (ὁ) :<br />homme parcimonieux, avare.<br />'''Étymologie:''' [[φείδομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''φείδων:''' ωνος ὁ узкогорлый сосуд для масла Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φείδων:''' -ωνος, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[αγγείο]] για [[λάδι]] με στενό λαιμό, που αφήνει λίγο μόνο [[λάδι]] να εκρεύσει, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> ως κύριο όν. <i>Φείδων</i>, όνομα ενός γέροντα στους κωμικούς ποιητές, Φείδων, απ' όπου πατρών. Φειδωνίδης[ῐ], <i>-ου</i>, <i>ὁ</i>, [[γιος]] του Φείδωνα, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''φείδων:''' -ωνος, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[αγγείο]] για [[λάδι]] με στενό λαιμό, που αφήνει λίγο μόνο [[λάδι]] να εκρεύσει, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> ως κύριο όν. <i>Φείδων</i>, όνομα ενός γέροντα στους κωμικούς ποιητές, Φείδων, απ' όπου πατρών. Φειδωνίδης[ῐ], <i>-ου</i>, <i>ὁ</i>, [[γιος]] του Φείδωνα, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''φείδων:''' ωνος ὁ узкогорлый сосуд для масла Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φείδων]], ωνος, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> an oil-can with a [[narrow]] [[neck]], that lets only a [[little]] run out, Theophr.<br /><b class="num">II.</b> as pr. n. Φείδων, [[name]] of an old man in Com. Poets, Thrifty: — [[hence]] [[patron]]. Φειδωνίδης, ου, ὁ, Thrifty-son, Ar.
|mdlsjtxt=[[φείδων]], ωνος, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> an oil-can with a [[narrow]] [[neck]], that lets only a [[little]] run out, Theophr.<br /><b class="num">II.</b> as pr. n. Φείδων, [[name]] of an old man in Com. Poets, Thrifty: — [[hence]] [[patron]]. Φειδωνίδης, ου, ὁ, Thrifty-son, Ar.
}}
}}

Revision as of 16:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φείδων Medium diacritics: φείδων Low diacritics: φείδων Capitals: ΦΕΙΔΩΝ
Transliteration A: pheídōn Transliteration B: pheidōn Transliteration C: feidon Beta Code: fei/dwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, A oil-can with a narrow neck, that lets only a little run out, Poll.10.179, cf. 11.1. II as pr.n. Φείδων, king of Argos, the author of Peloponnesian weights and measures, Hdt.6.127:— hence Adj. φειδώνειος or φειδώνιος, α, ον, μέτρα Arist.Ath.10.2, Fr.480, Thphr.Char.30.11, Str.8.3.33 (Poll. l. c. connects signf. 1 with the Adj.); μέδιμνοι Φ. Delph.3(5).3 ii 3 (iv B. C.). 2 name of an old man in Com., Thrifty, Antiph.191.21, etc.:—hence Com. patron. φειδωνίδης [ῐ], ου, ὁ, Thrifty-son, Ar.Nu.65.

German (Pape)

[Seite 1260] ωνος, ὁ, = φειδωλός, 1) sparsam. – 2) ein Oelgefäß mit engem Halse, das nur wenig auslaufen läßt, Poll. 10, 179. – S. nom. propr.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
homme parcimonieux, avare.
Étymologie: φείδομαι.

Russian (Dvoretsky)

φείδων: ωνος ὁ узкогорлый сосуд для масла Arst.

Greek (Liddell-Scott)

φείδων: -ωνος, ὁ, ἀγγεῖον ἐλαιηρὸν ἔχον στενὸν λαιμόν, δι’ οὗ ὀλίγον μόνον ἔλαιον δύναται νὰ ἐκρεύσῃ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 440· οὕτω, φειδώνιον (Φειδώνιον Κόβητ. παρὰ Κόντῳ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γϳ, σελ. 329) μέτρον Θεοφρ. Χαρακτ. 30. 5, πρβλ. Στράβ. 358, Ἀλκίφρων 3. 5, 7 (ἔνθα φειδωλῷ), Cobet. V. LL. 66. ΙΙ. ὡς κύριον ὄνομα Φείδων, βασιλεὺς τοῦ Ἄργους, ὁ συστηματοποιήσας τὰ Ἑλληνικὰ μέτρα καὶ σταθμά, ἴδε Λεξ. Βιογραφ. 2) ὄνομα γέροντος παρὰ τοῖς κωμικοῖς, = φειδωλός, Χρέμης τις ἢ Φείδων τις ἐκσυρίττεται Ἀντιφάν. ἐν «Ποιήσει» 1. 21, κλπ.· ― ὅθεν καὶ τὸ κωμ. πατρωνυμ. Φειδωνίδης, ου, ὁ, ὁ τοῦ Φείδωνος ἔκγονος, ὁ φειδωλός, ἐγὼ δὲ τοῦ πάππου’ τιθέμην ὄνομα Φειδωνίδην Ἀριστοφ. Νεφ. 65.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, Α
1. είδος λαδερού με στενό λαιμό έτσι ώστε να εκρέει μικρή ποσότητα λαδιού
2. ως κύριο όν. Φείδων
α) βασιλιάς του Άργους, που πρώτος καθόρισε τα μέτρα και τα σταθμά και ίδρυσε το πρώτο νομισματοκοπείο της αρχαίας Ελλάδας στην Αίγινα
β) (στην κωμωδία) προσωνυμία φιλάργυρου γέρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φείδ-ομαι + επίθημα -ων, -ωνος (πρβλ. γνάθ-ων, τρίβ-ων). Ο τ. χρησιμοποιείται ως ονομ. ενός δοχείου για αποταμίευση λαδιού, αλλά και ως προσωνυμία ενός φιλάργυρου γέρου στην κωμωδία].

Greek Monotonic

φείδων: -ωνος, ὁ,
I. αγγείο για λάδι με στενό λαιμό, που αφήνει λίγο μόνο λάδι να εκρεύσει, σε Θεόκρ.
II. ως κύριο όν. Φείδων, όνομα ενός γέροντα στους κωμικούς ποιητές, Φείδων, απ' όπου πατρών. Φειδωνίδης[ῐ], -ου, , γιος του Φείδωνα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

φείδων, ωνος, ὁ,
I. an oil-can with a narrow neck, that lets only a little run out, Theophr.
II. as pr. n. Φείδων, name of an old man in Com. Poets, Thrifty: — hence patron. Φειδωνίδης, ου, ὁ, Thrifty-son, Ar.