χηρεία: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />veuvage.<br />'''Étymologie:''' [[χῆρος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />veuvage.<br />'''Étymologie:''' [[χῆρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''χηρεία:''' ἡ [[вдовство]] Thuc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χηρεία:''' ἡ ([[χηρεύω]]), [[χηρεία]], σε Θουκ.
|lsmtext='''χηρεία:''' ἡ ([[χηρεύω]]), [[χηρεία]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''χηρεία:''' ἡ [[вдовство]] Thuc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 16:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χηρεία Medium diacritics: χηρεία Low diacritics: χηρεία Capitals: ΧΗΡΕΙΑ
Transliteration A: chēreía Transliteration B: chēreia Transliteration C: chireia Beta Code: xhrei/a

English (LSJ)

ἡ,
A widowhood, Th.2.45, LXX Mi.1.16, Sor.1.31, etc.: pl., χηρείαις τὸν ἅπαντα χρόνον μείνασα IG14.1960.5.
II metaph., want, διὰ χηρείαν ἐπιστήμης Ph.1.358; νόθῳ κόσμῳ χηρείᾳ γνησίου Id.2.492.

German (Pape)

[Seite 1354] ἡ, der Wittwenstand, Thuc. 2, 45.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
veuvage.
Étymologie: χῆρος.

Russian (Dvoretsky)

χηρεία:вдовство Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

χηρεία: ἡ, (χηρεύω) ὡς καὶ νῦν, ἡ κατάστασις τῆς χήρας, «χηρειά», Θουκ. 2. 45· χηρείαις μείνασα Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 674. 5. ΙΙ. μεταφορ., ἔλλειψις, διὰ χηρείαν ἐπιστήμης Φίλων 1. 358· χηρείας γνησίου ὁ αὐτ. 2. 492.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και χηρειά και χηριά Ν, και χηρία, και ιων. τ. χηρείη, Α χήρα
1. η κατάσταση του χήρου ή της χήρας
νεοελλ.
1. μτφ. (για υπούργημα, αξίωμα, θέση) το να μένει κάτι κενό, το να μην αναπληρώνεται κάτι («η χηρεία της προεδρίας»)
2. φρ. «αίρεση χηρείας»
(νομ.) διάταξη σε διαθήκη, με την οποία επιτρέπεται στον κληρονομούμενο να περιορίσει το κληρονομικό δικαίωμα του ίδιου ή της συζύγου του στη νόμιμη μοίρα εάν συνάψει νέο γάμο
αρχ.
μτφ. έλλειψηχηρεία γνησίου», Φίλ.).

Greek Monotonic

χηρεία: ἡ (χηρεύω), χηρεία, σε Θουκ.

Middle Liddell

χηρεία, ἡ, χηρεύω
widowhood, Thuc.

Translations

Danish: enkestand; Esperanto: vidvado; Finnish: leskeys; French: veuvage; Galician: viuvez; German: Witwenschaft, Witwentum, Witwenstand, Verwitwung; Greek: χηρεία; Ancient Greek: χηρεία; Hungarian: özvegység; Irish: baintreachas; Italian: vedovanza; Latin: viduitas; Maori: pouarutanga; Occitan: veusatge; Polish: wdowieństwo; Portuguese: viuvez; Romanian: văduvie; Russian: вдовство; Spanish: viudez, viudedad; Swedish: änkestånd; Turkish: dulluk