χρυσόπαστος: Difference between revisions

From LSJ

μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />parsemé, constellé, tacheté <i>ou</i> brodé d'or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[πάσσω]].
|btext=ος, ον :<br />parsemé, constellé, tacheté <i>ou</i> brodé d'or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[πάσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''χρῡσόπαστος:''' (рас)шитый или отделанный золотом ([[τιήρης]] Her.; [[ἔδεθλα]] - [[varia lectio|v.l.]] [[ἐσθλά]] Aesch.; [[κόσμος]] Dem.; [[ἁλουργίς]], [[νεβρίς]] Plut.; [[ἐσθής]] Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χρῡσόπαστος:''' -ον, στολισμένος με χρυσό, [[επίχρυσος]], λέγεται για χρυσό ύφασμα, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''χρῡσόπαστος:''' -ον, στολισμένος με χρυσό, [[επίχρυσος]], λέγεται για χρυσό ύφασμα, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''χρῡσόπαστος:''' (рас)шитый или отделанный золотом ([[τιήρης]] Her.; [[ἔδεθλα]] - [[varia lectio|v.l.]] [[ἐσθλά]] Aesch.; [[κόσμος]] Dem.; [[ἁλουργίς]], [[νεβρίς]] Plut.; [[ἐσθής]] Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />sprinkled [[gold]], [[gold]]-[[spangled]], of [[gold]] [[tissue]], Aesch.
|mdlsjtxt=<br />sprinkled [[gold]], [[gold]]-[[spangled]], of [[gold]] [[tissue]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 17:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσόπαστος Medium diacritics: χρυσόπαστος Low diacritics: χρυσόπαστος Capitals: ΧΡΥΣΟΠΑΣΤΟΣ
Transliteration A: chrysópastos Transliteration B: chrysopastos Transliteration C: chrysopastos Beta Code: xruso/pastos

English (LSJ)

ον, also α, ον Alc.Fr.90 Lobel: (πάσσω):—shot with gold, κυνία l. c.; χ. τιήρης a turban of gold tissue, Hdt.8.120; τὰ χ. ἕσθλα (Wilamowitz for ἐσθλά) A.Ag.776 (lyr.); χ. κόσμος D.50.34; ταῖς ξυστίσιν ταῖς χ. Eub.134; μίτρα Duris 14J.; ἐσθής Luc.Ind.8; opp. χρυσήλατος, Iamb.post Polem.p.50 Hinck.

German (Pape)

[Seite 1381] mit Golde geschmückt, gestickt; Aesch. Ag. 752; τιάρα Her. 8, 120; κόσμος Dem. 50, 34; σκιάς Plut. Anton. 26 u. Luc.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
parsemé, constellé, tacheté ou brodé d'or.
Étymologie: χρυσός, πάσσω.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσόπαστος: (рас)шитый или отделанный золотом (τιήρης Her.; ἔδεθλα - v.l. ἐσθλά Aesch.; κόσμος Dem.; ἁλουργίς, νεβρίς Plut.; ἐσθής Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόπαστος: -ον, χρυσῷ πεπασμένος, κεκοσμημένος μὲ χρυσόν, κεχρυσωμένος, ἐπίχρυσος, χρ. τιήρης, τιάρα ἐξ ὑφάσματος χρυσοϋφάντου, Ἡρόδ. 8. 120· τὰ χρ. ἔδεθλα (ὡς ὁ Aurat ἀντὶ ἐσθλὰ) Αἰσχύλ. Ἀγ. 760· χρ. κόσμος Δημ. 1217. 20· ταῖς ξυστίσιν ταῖς χρ. Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 19· ἐσθὴς Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 8· μετὰ τοῦ χρυσήλατος, οὐδὲν οὐδὲ τούτων ἐστίν, ὃ μὴ χρυσήλατόν ἐστιν ἢ χρυσόπαστον Ἀδριανοῦ Μελέται ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 1. σ. 532.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ, θηλ. και χρυσοπάστα Α
διακοσμημένος, κεντημένος με χρυσό («ἐσθῆτα χρυσόπαστον ποιησάμενος», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -παστος (< παστός < πάσσω «υφαίνω, κεντώ»), πρβλ. ἀργυρό-παστος].

Greek Monotonic

χρῡσόπαστος: -ον, στολισμένος με χρυσό, επίχρυσος, λέγεται για χρυσό ύφασμα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell


sprinkled gold, gold-spangled, of gold tissue, Aesch.