ἀμεμφία: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[ἀμεμφεία]] LSJ.
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[ἀμεμφεία]] LSJ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμεμφία:''' ἡ [[varia lectio|v.l.]] = [[ἀμεμφεία]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμεμφία:''' ἡ, [[απαλλαγή]] από [[κατηγορία]], ψόγο, [[επίκριση]], σε Αισχύλ., Σοφ.
|lsmtext='''ἀμεμφία:''' ἡ, [[απαλλαγή]] από [[κατηγορία]], ψόγο, [[επίκριση]], σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμεμφία:''' ἡ [[varia lectio|v.l.]] = [[ἀμεμφεία]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[ἀμεμφής]] (v. under [[ἄμεμπτος]]).]<br />[[freedom]] from [[blame]], Aesch., Soph.
|mdlsjtxt=[from [[ἀμεμφής]] (v. under [[ἄμεμπτος]]).]<br />[[freedom]] from [[blame]], Aesch., Soph.
}}
}}

Revision as of 17:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμεμφία Medium diacritics: ἀμεμφία Low diacritics: αμεμφία Capitals: ΑΜΕΜΦΙΑ
Transliteration A: amemphía Transliteration B: amemphia Transliteration C: amemfia Beta Code: a)memfi/a

English (LSJ)

ἡ, freedom from blame, διαλλακτῆρι δ' οὐκ ἀμεμφία φίλοις = the mediator has no freedom from blame on the part of his friends, A.Th.909; ἀμεμφίας χάριν = for avoidance of censure, S.Fr.283. (ἀμεμφεία shd. perhaps be written in both passages.)

German (Pape)

[Seite 121] ἡ, Unbescholtenheit, Aesch. Spt. 892: διαλλακτῆρι δ' οὐκ ἀμεμφία φίλοις, der Versöhner bleibt nicht ungetadelt von den Freunden, stellt sie nicht zufrieden.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. ἀμεμφεία LSJ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμεμφία:v.l. = ἀμεμφεία.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμεμφία: ἡ, τὸ μὴ μέμφεσθαι, διαλλακτῆρι δ’ οὐκ ἀμεμφία φίλοις = ὁ διαλλακτὴρ δὲν εἶναι ἀπηλλαγμένος μομφῆς παρὰ τῶν φίλων αὑτοῦ Αἰσχύλ. Θ. 909· ἀμεμφίας χάριν, χάριν ἀποφυγῆς ἐπιπλήξεως, Σοφ. Ἀποσπ. 259. Ὁ Ἕρμαννος ἀναγινώσκει ἀμεμφεία.

Greek Monolingual

ἀμεμφία, η (Α) ἀμεμφής
(διορθώνεται σε ἀμεμφεία)
1. το να είναι κανείς άμεμπτος, άψογος
2. φρ. «ἀμεμφίας χάριν», για να αποφύγει κανείς την επίπληξη.

Greek Monotonic

ἀμεμφία: ἡ, απαλλαγή από κατηγορία, ψόγο, επίκριση, σε Αισχύλ., Σοφ.

Middle Liddell

[from ἀμεμφής (v. under ἄμεμπτος).]
freedom from blame, Aesch., Soph.