ἀνορούω: Difference between revisions
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. prés. et ao. épq.</i> ἀνόρουσα;<br />se lever vivement, s'élancer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ὀρούω]]. | |btext=<i>seul. prés. et ao. épq.</i> ἀνόρουσα;<br />se lever vivement, s'élancer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ὀρούω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνορούω:''' [[быстро подниматься]], [[устремляться]], [[вскакивать]] (ἐκ θρόνων, ἐξ ὕπνοιο, ἐς οὐρανόν Hom.; πατέρος κορυφὰν κατ᾽ ἄκραν Pind.; ἐπ᾽ ὄχθους Xen.; εἰς τιμάς Emped. ap. Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνορούω:''' Επικ. αόρ. αʹ <i>ἀνόρουσα</i>, ανεγείρομαι, [[αναπηδώ]], σε Όμηρ.· λέγεται για τον ήλιο, <i>ἀνόρουσεν οὐρανὸν ἐς</i>, πήγε [[αμέσως]] [[ψηλά]] στον ουρανό, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀνορούσαις</i> (Δωρ. μτχ. αορ. αʹ), σε Πίνδ. | |lsmtext='''ἀνορούω:''' Επικ. αόρ. αʹ <i>ἀνόρουσα</i>, ανεγείρομαι, [[αναπηδώ]], σε Όμηρ.· λέγεται για τον ήλιο, <i>ἀνόρουσεν οὐρανὸν ἐς</i>, πήγε [[αμέσως]] [[ψηλά]] στον ουρανό, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀνορούσαις</i> (Δωρ. μτχ. αορ. αʹ), σε Πίνδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />to [[start]] up, [[leap]] up, Hom.; of the sun, ἀνόρουσεν οὐρανὸν ἐς went [[swiftly]] up the sky, Od.; ἀνορούσαις (doric [[part]]. aor1) Pind. | |mdlsjtxt=<br />to [[start]] up, [[leap]] up, Hom.; of the sun, ἀνόρουσεν οὐρανὸν ἐς went [[swiftly]] up the sky, Od.; ἀνορούσαις (doric [[part]]. aor1) Pind. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:45, 3 October 2022
English (LSJ)
poet. Verb, used by Hom. only in aor. 1 (X.Eq.3.7,8.5 has pres. inf. and part.):—start up, leap up, abs., Il.9.193, Od.3.149, Sapph.Supp.20a.ΙΙ, etc.; ἐκ δὲ θρόνων ἀνόρουσαν Od.22.23; ἐξ ὕπνοιο μάλα κραιπνῶς ἀ. Il.10.162, etc.; ἐς δίφρον δ' ἀ. 11.273; so Ἠέλιος δ' ἀνόρουσε . . οὐρανὸν ἐς .. Helios went swiftly up the sky, Od. 3.1; τοῖσι δὲ Νέστωρ ἡδυεπὴς ἀ. Il.1.248; ἀνορούσαις (Aeol. part.) Pi. O.7.37.
Spanish (DGE)
• Morfología: [part. aor. eol. ἀνορούσαις Pi.O.7.37]
1 c. idea de separación levantarse, ponerse en pie ἐκ ... θρόνων Od.22.23, ἐξ ὕπνοιο Il.10.162, τοῖσι δὲ Νέστωρ ... ἀνόρουσε Il.1.248
•abs. Il.9.193, Od.3.149, Sapph.44.11, Pi.l.c., A.R.2.299, Opp.H.3.106.
2 c. idea de dirección lanzarse ἐς δίφρον Il.11.273, ἐπ' αὐτῷ Nonn.D.19.72
•fig. ἐς τιμὰς Emp.B 30.2, cf. Arist.Metaph.1100b15
•subir οὐρανὸν ἐς Od.3.1, Οὔλυμπόνδε A.R.2.299.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et ao. épq. ἀνόρουσα;
se lever vivement, s'élancer.
Étymologie: ἀνά, ὀρούω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνορούω: быстро подниматься, устремляться, вскакивать (ἐκ θρόνων, ἐξ ὕπνοιο, ἐς οὐρανόν Hom.; πατέρος κορυφὰν κατ᾽ ἄκραν Pind.; ἐπ᾽ ὄχθους Xen.; εἰς τιμάς Emped. ap. Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνορούω: ποιητ. ῥῆμα ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ ἀορ. α΄ (ὁ Ξεν. ἐν Ἱππ. 3. 7., 8. 5 ἔχει τὸ ἀπαρ. τοῦ ἐνεστ. καὶ τὴν μετοχ.): ― ἀνεγείρομαι, ἀναπηδῶ, ἀνορμῶ, ἀπολ., Ἰλ. Ι. 193, Ὀδ. Γ. 149, κτλ.· ἐκ δὲ θρόνων ἀνόρουσαν Χ. 23· ἐξ ὕπνοιο μάλα κραιπνῶς ἀν. Ἰλ. Κ. 162, κτλ. ἐς δίφρον δ’ ἀν. Λ. 273, 399· οὕτως, Ἠέλιος δ’ ἀνόρουσε … οὐρανὸν ἐς πολύχαλκον, ὁ δ’ Ἥλιος ταχέως ἀνῆλθεν εἰς τὸν οὐρανὸν τὸν… Ὀδ. Γ. 1· τοῖσι δὲ Νέστωρ ἡδυπετὴς ἀνόρουσε, «ἀνώρμησεν, ἀνέστη» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 248· ἀνορούσαις (Δωρ. μετοχ.) Πινδ. Ο. 7. 68.
English (Autenrieth)
only aor. ἀνόρουσεν, -σαν, part. -σᾶς: spring up; ἐκ θρόνων, ὕπνου, ἐς δίφρον, Il. 16.130; ἠέλιος, ‘climbed swiftly up the sky,’ Od. 3.1.
English (Slater)
ἀνορούω leap up, start up πατέρος Ἀθαναία κορυφὰν κατ' ἄκραν ἀνορούσαισ ἀλάλαξεν (O. 7.37) [ἀνόρουσε v.l. ἐσόρουσε (O. 8.40) ]ἄπεπλος ἐκ λεχέων νεοτόκων[ ]οθ[.]νόρουσε περὶ φόβῳ (αὐτόθ' ἀνόρουσε coni. Snell) (Pae. 20.15)
Greek Monolingual
ἀνορούω (Α)
1. αναπηδώ, πετιέμαι επάνω
2. ανεβαίνω γρήγορα ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + ορούω «ορμώ προς τα εμπρός»].
Greek Monotonic
ἀνορούω: Επικ. αόρ. αʹ ἀνόρουσα, ανεγείρομαι, αναπηδώ, σε Όμηρ.· λέγεται για τον ήλιο, ἀνόρουσεν οὐρανὸν ἐς, πήγε αμέσως ψηλά στον ουρανό, σε Ομήρ. Οδ.· ἀνορούσαις (Δωρ. μτχ. αορ. αʹ), σε Πίνδ.
Middle Liddell
to start up, leap up, Hom.; of the sun, ἀνόρουσεν οὐρανὸν ἐς went swiftly up the sky, Od.; ἀνορούσαις (doric part. aor1) Pind.