ἀρτίφρων: Difference between revisions
Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> d'un parfait bon sens, sensé, raisonnable;<br /><b>2</b> qui connaît, instruit de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἄρτι]], [[φρήν]]. | |btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> d'un parfait bon sens, sensé, raisonnable;<br /><b>2</b> qui connaît, instruit de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἄρτι]], [[φρήν]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀρτίφρων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1)</b> [[здравомыслящий]], [[рассудительный]], [[разумный]], Hom., Eur., Plat., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[ясно осознавший]] (ἀθλίων γάμων Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀρτίφρων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[ἄρτιος]], [[φρήν]]), [[ισχυρός]] στο νου, [[εχέφρων]], [[λογικός]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· με γεν., <i>γάμων</i>, αυτός που έχει πλήρη [[συνείδηση]] για ένα [[πράγμα]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀρτίφρων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[ἄρτιος]], [[φρήν]]), [[ισχυρός]] στο νου, [[εχέφρων]], [[λογικός]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· με γεν., <i>γάμων</i>, αυτός που έχει πλήρη [[συνείδηση]] για ένα [[πράγμα]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 18:30, 3 October 2022
English (LSJ)
[ῐ], ον, gen. ονος, (ἄρτιος, φρήν) sound of mind, sensible, οὔτε μάλ' ἀ. Od.24.261, cf. E.Med.294; ἀρτιμελεῖς καὶ ἀρτίφρονας Pl. R.536b; ἀ. . . πλήν . . quite in one's senses except... E.IA877: c. gen., ἐπεὶ δ' ἀ. ἐγένετο . . γάμων when he came to full consciousness of... A.Th.778 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
equilibrado de mente, cabal οὔ τι μάλ' ἀ. Od.24.261, ἀνήρ E.Med.294, Plu.2.88b, ἀρτιμελεῖς καὶ ἀ. Pl.R.536b, c. dat. τῇ ψυχῇ ἀ. D.C.62.19.2
•plenamente en sus cabales ἀ. πλὴν ἐς σὲ καὶ σὴν παῖδα E.IA 877
•c. gen. plenamente consciente ἐπεὶ δ' ἀ. ἐγένετο μέλεος ἀθλίων γάμων pero así que plenamente consciente fue el triste de sus desgraciadas bodas A.Th.778.
German (Pape)
[Seite 362] ον, sehr verständig, Od. 24, 261; Eur. I. A. 877 Med. 294; ἀρτίφρων γάμων ἐγίνετο, er kam zu voller Erkenntniß seiner Heirath, Aesch. Spt. 760. Auch in Prosa, Plat. Rep. VII, 536 b.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
1 d'un parfait bon sens, sensé, raisonnable;
2 qui connaît, instruit de, gén..
Étymologie: ἄρτι, φρήν.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτίφρων: 2, gen. ονος
1) здравомыслящий, рассудительный, разумный, Hom., Eur., Plat., Plut.;
2) ясно осознавший (ἀθλίων γάμων Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτίφρων: -ον, γεν. ονος, (ἄρτιος, φρὴν) ὁ τὰς φρένας ἄρτιος, ἔμφρων. οὔτε μάλ’ ἀρτίφρων Ὀδ. Ω. 261. πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 295, Πλάτ. Πολ. 536Β· ἀρτίφρων... πλήν..., ἐντελῶς σώας ἔχων τὰς φρένας, πλήν..., Εὐρ. Ι. Α. 877· μετὰ γεν., ἐπεὶ δ’ ἀρτίφρων ἐγένετο μέλεος ἀθλίων γάμων, «ἐπεὶ ἔμφρων ἐγένετο, ἐπεὶ συνῆκεν ὃ ἔπραξε κατὰ τῆς μητρὸς» (Σχόλ.), «ἐπιγνώμων, εἰδήμων» (ἄλλα Σχόλ.) Αἰσχύλ. Θήβ. 778.
English (Autenrieth)
(φρήν): accommodating, Od. 24.261†.
Greek Monolingual
ἀρτίφρων, -ον (Α)
ο συνετός, ο γνωστικός, ο φρόνιμος.
Greek Monotonic
ἀρτίφρων: -ον, γεν. -ονος (ἄρτιος, φρήν), ισχυρός στο νου, εχέφρων, λογικός, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· με γεν., γάμων, αυτός που έχει πλήρη συνείδηση για ένα πράγμα, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ἄρτιος, φρήν
sound of mind, sensible, Od., Eur.: c. gen., γάμων fully conscious of a thing, Aesch.