ἐμβόλιμος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />intercalé, intercalaire (mois, jour, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ἐμβάλλω]].
|btext=ος, ον :<br />intercalé, intercalaire (mois, jour, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ἐμβάλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμβόλῐμος:''' [[вставной]] ([[μήν]] Her., Diod., Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμβόλιμος:''' -ον ([[ἐμβάλλω]]), αυτός που παρεμβάλλεται, ο [[παρείσακτος]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐμβόλιμος:''' -ον ([[ἐμβάλλω]]), αυτός που παρεμβάλλεται, ο [[παρείσακτος]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμβόλῐμος:''' [[вставной]] ([[μήν]] Her., Diod., Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐμβόλιμος]], ον [[ἐμβάλλω]]<br />inserted, intercalated, Hdt.
|mdlsjtxt=[[ἐμβόλιμος]], ον [[ἐμβάλλω]]<br />inserted, intercalated, Hdt.
}}
}}

Revision as of 19:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμβόλῐμος Medium diacritics: ἐμβόλιμος Low diacritics: εμβόλιμος Capitals: ΕΜΒΟΛΙΜΟΣ
Transliteration A: embólimos Transliteration B: embolimos Transliteration C: emvolimos Beta Code: e)mbo/limos

English (LSJ)

ον, A intercalated, μὴν ἐ. intercalary month, Hdt.1.32 (without μήν, 2.4); ἐ. μῆνα ἄγειν CIG2693e (Mylasa); ἡμέρα. Inscr.Prien.105.76, D.C.48.33. 2 τὰ ἐ. choral interludes, Arist.Po.1456a29. 3 ἐ. ἔπη interpolated lines, Hsch.; ἐ. παῖδες supposititious (nisi leg. ἐκβ-), Eup.103; ἐ. βασιλεύς fictitious, J.Ap.1.26.

Spanish (DGE)

-ον
A I1ref. periodos de tiempo que se añaden ocasionalmente al calendario intercalar
a) de meses μήν ἐ. mes intercalar Hdt.1.32, PMich.Zen.28.35 (III a.C.), SB 7631.4 (III a.C.), τοὺς μῆνας ... τοὺς δὲ ἐμβολίμους παρ' ἐνιαυτόν Gem.8.26, cf. Plu.Caes.59, ἐμβόλιμον μῆνα ἄγειν SIG 578.20 (Teos II a.C.), IMylasa 212.11 (II/I a.C.), cf. D.S.1.50, c. n. de meses Ξανδικοῦ ἐμβολίμου ιγʹ SEG 31.1046 (Sardes I a.C.), σὺμ Πανήμῳ [ἐ] μβολίμῳ SB 11965.4 (III a.C.)
subst. ὁ ἐ. mes intercalar Hdt.2.4, TLocri 31.8 (IV/III a.C.), Plu.Num.18, en número de cuatro en el calendario de Samos ἐμβολίμου τετάρτου IG 12(6).182.168 (II a.C.);
b) de días ἡμέρα IPr.105.76 (I a.C.), D.C.48.33.4, Μουνιχιῶνος ἕνει καὶ νέᾳ ἐμβολίμῳ IG 22.471.6 (IV a.C.), cf. 791.5 (III a.C.)
subst. ἡ ἐ. día intercalar Vett.Val.25.15;
c) de años τετραετηρίδες ... ἐ. períodos intercalares de cuatro años Vett.Val.368.12.
2 interpolado ἐ. ἔπη versos interpolados atetizados por los gramáticos, Hsch.
II supuesto, ficticio βασιλεύς I.Ap.1.232, παῖδες Zonar.
III subst. τὰ ἐμβόλιμα los cantos corales intermedios desligados de la acción dramática, Arist.Po.1456a29, 30.
B tosco, que no sirve para nada, haragán (var. antigua a ἐκβόλιμοι: Ἱπποκράτους τε παῖδες ἐκβόλιμοί τινες Eup.112) Sud., Zonar., An.Bachm.217.16.

German (Pape)

[Seite 806] eingeschaltet; μήν Her. 1, 32. 2, 4 u. Sp., wie Plut. Num. 18 D. Sic. 1, 50; ἡμέρα D. Cass. 48, 33. – Untergeschoben, Hesych. ἔπη; – παῖδες Eupol. bei Schol. Ar. Nub. 1001, scheint in ἐκβόλιμοι zu ändern.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
intercalé, intercalaire (mois, jour, etc.).
Étymologie: ἐμβάλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἐμβόλῐμος: вставной (μήν Her., Diod., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβόλιμος: -ον, παρεμβληθείς, παρείσακτος, μὴν ἐμβ. Ἡρόδ. 1. 32., 2. 4· ἐμβ. μῆνα ἄγειν Συλλ. Ἐπιγρ. 2693e· τὰ ἐμβ., στίχοι παρείσακτοι, νόθοι, Ἀριστ. Ποιητ. 18, 20. Παρ’ Εὐπόλιδι ἐν «Δήμοις» 38, τὸ ἐμβ. παῖδες πρέπει νὰ σημαίνῃ ὑποβολιμαῖοι, νόθοι, ἀλλ’ ὁ L. Dind. προτείνει ἐκβόλιμοι, ἐκτρωματιαῖοι.

Greek Monolingual

-ή, -ο (AM ἐμβόλιμος, -ον)
1. αυτός που παρεμβάλλεται ή έχει παρεμβληθεί, τοποθετηθεί κατ' εξαίρεση μέσα σε κανονική σειρά (α. «εμβόλιμη συνεδρία» β. «εμβόλιμη ημέρα» — η 29η Φεβρουαρίου στα δίσεκτα έτη)
2. φρ. «εμβόλιμοι στίχοι», «ἐμβόλιμα ἔπη» — παρείσακτοι, νόθοι στίχοι, οι οποίοι τοποθετήθηκαν μεταγενέστερα σε ποιητικό συνήθως κείμενο
3. φρ. «εμβόλιμον άσμα» και ως ουσ. εμβόλιμο(ν)
χορικό άσμα χαλαρά συνδεδεμένο με τον μύθο του δράματος ή μουσικό κομμάτι (intermezzo) χαλαρά συνδεδεμένο ως προς το θέμα με τη σύνθεση στην οποία έχει παρεμβληθεί
αρχ.
φρ.
1. «μήν ἐμβόλιμος» — ο 13ος μήνας τον οποίο προσέθεταν ανά διετία στο αττικό ημερολόγιο
2. «ἐμβόλιμοι παῖδες» — υποβολιμαίοι, νόθοι.

Greek Monotonic

ἐμβόλιμος: -ον (ἐμβάλλω), αυτός που παρεμβάλλεται, ο παρείσακτος, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἐμβόλιμος, ον ἐμβάλλω
inserted, intercalated, Hdt.