ἐπάργεμος: Difference between revisions
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />atteint d’une tache blanche sur l'œil ; <i>fig.</i> obscur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], ἄργεμος. | |btext=ος, ον :<br />atteint d’une tache blanche sur l'œil ; <i>fig.</i> obscur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], ἄργεμος. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπάργεμος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[имеющий бельмо на глазу или подслеповатый]] (sc. [[ζῷον]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[темный]], [[непостижимый]], [[сокровенный]] (θέσφατα, σήματα Aesch.): ἐπαργέμους λόγους τιθέναι Aesch. говорить неясно или обиняками. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπάργεμος:''' -ον, αυτός που έχει λεπτή μεμβράνη στο [[μάτι]], [[λευκή]] [[κηλίδα]] (= [[λεύκωμα]])· μεταφ., [[σκοτεινός]], συγκεχυμένος, [[ασαφής]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἐπάργεμος:''' -ον, αυτός που έχει λεπτή μεμβράνη στο [[μάτι]], [[λευκή]] [[κηλίδα]] (= [[λεύκωμα]])· μεταφ., [[σκοτεινός]], συγκεχυμένος, [[ασαφής]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 19:35, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A having a film over the eye, Arist.HA609b16, 620a1. II metaph., dim, obscure, σήματα, θέσφατα, λόγοι, A.Pr.499, Ag.1113, Ch.665.
German (Pape)
[Seite 904] mit einem weißen Fleck auf dem Auge, blind, καὶ οὐκ ὀξυωπός Arist. H. A. 9, 1; καὶ πεπήρωται τοὺς ὀφθαλμούς 9, 34; übertr., dunkel, unverständlich, θέσφατα Aesch. Ag. 1084; λόγοι Ch. 654, vgl. Prom. 497.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
atteint d’une tache blanche sur l'œil ; fig. obscur.
Étymologie: ἐπί, ἄργεμος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπάργεμος:
1) имеющий бельмо на глазу или подслеповатый (sc. ζῷον Arst.);
2) темный, непостижимый, сокровенный (θέσφατα, σήματα Aesch.): ἐπαργέμους λόγους τιθέναι Aesch. говорить неясно или обиняками.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπάργεμος: -ον, ὁ ἔχων λεύκωμα, ἤτοι λευκὴν κηλῖδα, εἰς τὸν ὀφθαλμόν, ἢ ὁ τετυφλωμένος ὑπὸ λευκωμάτων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 22., 9. 34, 5, Πολυδ. Β΄, 65, Ἡσύχ. ΙΙ. μεταφ., σκοτεινός, ἀσαφής, σήματα, θέσφατα, λόγοι Αἰσχύλ. Πρ. 499, Ἀγ. 1113, Χο. 665.
Greek Monolingual
ἐπάργεμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει άργεμο, δηλ. λευκή κηλίδα στο μάτι, τυφλός
2. σκοτεινός, ασαφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άργεμον «λευκή κηλίδα στο μάτι»].
Greek Monotonic
ἐπάργεμος: -ον, αυτός που έχει λεπτή μεμβράνη στο μάτι, λευκή κηλίδα (= λεύκωμα)· μεταφ., σκοτεινός, συγκεχυμένος, ασαφής, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ἐπ-άργεμος, ον
having a film over the eye: metaph. dim, obscure, Aesch.