ἐπιχώννυμι: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=amonceler sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[χώννυμι]].
|btext=amonceler sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[χώννυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιχώννῡμι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[насыпать]] ([[θῖνα]] γῆς νεκρῷ Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[засыпать]], [[запруживать]] (τοὺς λιμένας Diod.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιχώννυμι]] και ἐπιχωννύω (AM)<br />[[καλύπτω]] με [[χώμα]], [[ενταφιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχηματίζω]] τύμβο, σωρό χώματος [[επάνω]] στον τάφο του νεκρού<br /><b>2.</b> [[γεμίζω]] με [[χώμα]] τάφρο, δίοδο κ.λπ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[χώννυμι]] «[[συσσωρεύω]], [[στοιβάζω]]»].
|mltxt=[[ἐπιχώννυμι]] και ἐπιχωννύω (AM)<br />[[καλύπτω]] με [[χώμα]], [[ενταφιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχηματίζω]] τύμβο, σωρό χώματος [[επάνω]] στον τάφο του νεκρού<br /><b>2.</b> [[γεμίζω]] με [[χώμα]] τάφρο, δίοδο κ.λπ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[χώννυμι]] «[[συσσωρεύω]], [[στοιβάζω]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιχώννῡμι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[насыпать]] ([[θῖνα]] γῆς νεκρῷ Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[засыпать]], [[запруживать]] (τοὺς λιμένας Diod.).
}}
}}

Revision as of 19:54, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχώννῡμι Medium diacritics: ἐπιχώννυμι Low diacritics: επιχώννυμι Capitals: ΕΠΙΧΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: epichṓnnymi Transliteration B: epichōnnymi Transliteration C: epichonnymi Beta Code: e)pixw/nnumi

English (LSJ)

and ἐπιχωννύω, A heap up, Ἀρχ.Ἐφ. 1923.39(Oropus, iv B.C.); τὰ περιμήκιστα τῶν ὀρῶν Ph.1.405; νεκρῷ θῖνα γῆς Plu.Art.18; τούτοις γῆν ἐπιχώσας IG14.1746.13:—Pass., ἐ. τὸ ἔδαφος ἐπὶ τὴν λίμνην Arist. Mir.837b11; βωμὸς ἐπικεχωσμένος Arg.S.Ph. II fill up, τὴν δίοδον Thphr.HP9.3.2; τάφρον X.Eph.4.6; τοὺς λιμένας D.S.13.107 codd.

German (Pape)

[Seite 1005] (s. χώννυμι), darauf aufschütten, darüberschütten, νεκρῷ θῖνα γῆς Plut. Artax. 18 u. Sp.; τάφρον, zudämmen, Sp.; – mit Schutt abdämmen, mit Dämmen versehen, λιμένας D. Sic. 13, 107; – pass. ἐπιχώννυσθαι, Arist. Mirab. 91.

French (Bailly abrégé)

amonceler sur.
Étymologie: ἐπί, χώννυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιχώννῡμι:
1) насыпать (θῖνα γῆς νεκρῷ Plut.);
2) засыпать, запруживать (τοὺς λιμένας Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχώννῡμι: καὶ -ύω, ἐπισωρεύω τι εἰς ὕψος, νεκρῷ θῖνα γῆς Πλουτ. Ἀρτοξ. 18· τούτοις γῆν ἐπιχώσας Ἐπιτύμβ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 6298. - Παθ., ἐπ. τὸ ἔδαφος ἐπὶ τὴν λίμνην Ἀριστ. π. Θαυμ. 89· βωμὸς ἐπικεχωσμένος Ὑπόθεσις εἰς Σοφ. Φιλ. ΙΙ. πληρῶ, γεμίζω, τὴν δίοδον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 3, 2· τοὺς λιμένας Διόδ. 13. 107.

Greek Monolingual

ἐπιχώννυμι και ἐπιχωννύω (AM)
καλύπτω με χώμα, ενταφιάζω
αρχ.
1. σχηματίζω τύμβο, σωρό χώματος επάνω στον τάφο του νεκρού
2. γεμίζω με χώμα τάφρο, δίοδο κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χώννυμι «συσσωρεύω, στοιβάζω»].