ἐρικύμων: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />très fécond.<br />'''Étymologie:''' ἐρι-, [[κύω]]. | |btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />très fécond.<br />'''Étymologie:''' ἐρι-, [[κύω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐρῐκύμων:''' ονος, [[varia lectio|v.l.]] [[ἐρικυμάς]], άδος (ῡ) adj. f беременная многими детенышами, многоплодная Aesch. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐρικύμων:''' [ῡ], -ον ([[κύω]]) αυτός που κυοφορεί [[πολλά]] μικρά και γι' αυτό είναι [[μεγάλος]] σε [[μέγεθος]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἐρικύμων:''' [ῡ], -ον ([[κύω]]) αυτός που κυοφορεί [[πολλά]] μικρά και γι' αυτό είναι [[μεγάλος]] σε [[μέγεθος]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[κύω]<br />big with [[young]], Aesch. | |mdlsjtxt=[κύω]<br />big with [[young]], Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 3 October 2022
English (LSJ)
[ῡ], ον, (κύω) big with young, ἐ. φέρματι γένναν A.Ag.119 codd. recc. (ἐρικύματα cod. Med.).
German (Pape)
[Seite 1029] ον, sehr schwanger, d. i. sehr fruchtbar, Aesch. Ag. 118.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
très fécond.
Étymologie: ἐρι-, κύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐρῐκύμων: ονος, v.l. ἐρικυμάς, άδος (ῡ) adj. f беременная многими детенышами, многоплодная Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρικύμων: ῡ, ον, (κύω), σφόδρα ἐγκύμων, ἐρικύμονα φέρματα (φέρματι κῶδ.) Αἰσχύλ. Ἀγ. 119: ἀλλὰ τὸ Μεδ. Ἀντίγρ. ἔχει ἐρικύματα, ὁπόθεν ὁ Seidl. διώρθωσεν ἐρικυμάδα.
Greek Monolingual
ἐρικύμων, -ον (Α)
αυτός που εγκυμονεί πολλά έμβρυα, πολύτοκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -κύμων (< κύμα «κύημα»].
Greek Monotonic
ἐρικύμων: [ῡ], -ον (κύω) αυτός που κυοφορεί πολλά μικρά και γι' αυτό είναι μεγάλος σε μέγεθος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
[κύω]
big with young, Aesch.