ἠπειρογενής: Difference between revisions

From LSJ

Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt

Menander, Monostichoi, 165
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />né sur la terre ferme.<br />'''Étymologie:''' [[ἤπειρος]], [[γίγνομαι]].
|btext=ής, ές :<br />né sur la terre ferme.<br />'''Étymologie:''' [[ἤπειρος]], [[γίγνομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἠπειρογενής:''' населяющий материк, т. е. Азию ([[ἔθνος]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἠπειρογενής:''' -ές ([[γίγνομαι]]), αυτός που γεννήθηκε ή ζει στην [[ξηρά]], που διαβιεί στην ήπειρο, ο [[ηπειρώτης]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἠπειρογενής:''' -ές ([[γίγνομαι]]), αυτός που γεννήθηκε ή ζει στην [[ξηρά]], που διαβιεί στην ήπειρο, ο [[ηπειρώτης]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἠπειρογενής:''' населяющий материк, т. е. Азию ([[ἔθνος]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἠπειρο-γενής, ές [[γίγνομαι]]<br />[[born]] or [[living]] in the [[mainland]], Aesch.
|mdlsjtxt=ἠπειρο-γενής, ές [[γίγνομαι]]<br />[[born]] or [[living]] in the [[mainland]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 20:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠπειρογενής Medium diacritics: ἠπειρογενής Low diacritics: ηπειρογενής Capitals: ΗΠΕΙΡΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: ēpeirogenḗs Transliteration B: ēpeirogenēs Transliteration C: ipeirogenis Beta Code: h)peirogenh/s

English (LSJ)

ές, (γενέσθαι) born or living in the mainland, ἔθνος, of the Lydians and Ionians, A.Pers.42.

German (Pape)

[Seite 1173] ές, auf dem Festlande geboren; so heißen die Perser Aesch. Pers. 42.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
né sur la terre ferme.
Étymologie: ἤπειρος, γίγνομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἠπειρογενής: населяющий материк, т. е. Азию (ἔθνος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἠπειρογενής: -ές, (γενέσθαι) γεγεννημένος ἢ ζῶν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ἐπὶ τῆς ἠπείρου, ἠπειρώτης, περὶ τῶν Περσῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 42, ἴδε Blomf. Gloss. καὶ πρβλ. ἤπειρος ΙΙΙ.

Greek Monolingual

ἠπειρογενής, -ές (Α)
ο κάτοικος μεσογειακής, ηπειρωτικής περιοχής σε αντίθεση με τον νησιώτη και τον κάτοικο παραθαλάσσιας περιοχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπειρος + -γενής < γένος (πρβλ. γηγενής, ομογενής)].

Greek Monotonic

ἠπειρογενής: -ές (γίγνομαι), αυτός που γεννήθηκε ή ζει στην ξηρά, που διαβιεί στην ήπειρο, ο ηπειρώτης, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἠπειρο-γενής, ές γίγνομαι
born or living in the mainland, Aesch.