ἰθυντήρ: Difference between revisions
τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui dirige :<br /><b>I.</b> <i>subst.</i> <b>1</b> guide;<br /><b>2</b> régulateur, maître;<br /><b>3</b> pilote;<br /><b>II.</b> <i>adj.</i> qui dirige.<br />'''Étymologie:''' [[ἰθύνω]]. | |btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui dirige :<br /><b>I.</b> <i>subst.</i> <b>1</b> guide;<br /><b>2</b> régulateur, maître;<br /><b>3</b> pilote;<br /><b>II.</b> <i>adj.</i> qui dirige.<br />'''Étymologie:''' [[ἰθύνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰθυντήρ:''' ῆρος (ῑ) ὁ управляющий, ведущий ([[οἴαξ]] ἰ. Aesch.): θοὸς ἰ. Anth. = [[αἰπόλος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἰθυντήρ:''' [ῑ], -ῆρος, ὁ, αυτός που κατευθύνει, [[οδηγός]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἰθυντήρ:''' [ῑ], -ῆρος, ὁ, αυτός που κατευθύνει, [[οδηγός]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἰ¯θυντήρ, ῆρος,<br />a [[guide]], [[pilot]], Anth. [from [[ἰθύνω]] | |mdlsjtxt=ἰ¯θυντήρ, ῆρος,<br />a [[guide]], [[pilot]], Anth. [from [[ἰθύνω]] | ||
}} | }} |
Revision as of 20:30, 3 October 2022
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, guide, pilot, A.R. 4.209, 1260,IG9(1).390 (Naupactus), Jul.Or.1.25c; shepherd, Theoc. Syrinx 2; ἰ. πυρός, of Hephaestus, v.l. in Coluth.54; ruler, Ἑσπερίης χθονός Epigr.Gr.905 (Gortyn); προτέρων ὑπέρτερος ἰθυντήρων Milet. 1(9).340.
German (Pape)
[Seite 1246] ῆρος, ὁ, der Gerademachende, Lenkende; Theocr. Syrinx (XV, 21); σιδήρου Coluth. 64; Steuermann, Ap. Rh. 4, 209. 1260.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui dirige :
I. subst. 1 guide;
2 régulateur, maître;
3 pilote;
II. adj. qui dirige.
Étymologie: ἰθύνω.
Russian (Dvoretsky)
ἰθυντήρ: ῆρος (ῑ) ὁ управляющий, ведущий (οἴαξ ἰ. Aesch.): θοὸς ἰ. Anth. = αἰπόλος.
Greek (Liddell-Scott)
ἰθυντήρ: ῑ, ῆρος, ὁ, ὁ ἰθύνων, ὁδηγῶν, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 209, 1260, Ἀνθ. Π. 15. 21· ἰθ. πυρός, δηλ. ὁ Ἥφαιστος, Κόλουθ. 54. - κυβερνήτης, ἀναμορφωτής, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 905· - ὡς ἐπίθετ., ἰθυντῆρι νόῳ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 17. 22.
Greek Monolingual
ἰθυντήρ, -ῆρος, ὁ και θηλ. ἰθύντειρα (Α)
1. αυτός που διευθύνει, που οδηγεί, ο πηδαλιούχος
2. ηγεμόνας, διοικητής, κυβερνήτης
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰθύντειρα
επίθ. της Δίκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύνω + κατάλ. αρσ. -τηρ (θηλ. -τειρα), πρβλ. δοτήρ, κυβερνητήρ].
Greek Monotonic
ἰθυντήρ: [ῑ], -ῆρος, ὁ, αυτός που κατευθύνει, οδηγός, σε Ανθ.