ὀνειροπόλος: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui concerne l'interprétation des songes : ὁ [[ὀνειροπόλος]] l'interprète des songes.<br />'''Étymologie:''' [[ὄνειρος]], [[πολέω]].
|btext=ος, ον :<br />qui concerne l'interprétation des songes : ὁ [[ὀνειροπόλος]] l'interprète des songes.<br />'''Étymologie:''' [[ὄνειρος]], [[πολέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀνειροπόλος:''' ὁ [[снотолкователь]] Hom., Her.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀνειροπόλος:''' ὁ ([[πολέω]]), [[κάποιος]] που ασχολείται υπερβολικά με τα όνειρα, [[ονειροπόλος]], [[αιθεροβάμων]] ή [[ερμηνευτής]] ονείρων, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
|lsmtext='''ὀνειροπόλος:''' ὁ ([[πολέω]]), [[κάποιος]] που ασχολείται υπερβολικά με τα όνειρα, [[ονειροπόλος]], [[αιθεροβάμων]] ή [[ερμηνευτής]] ονείρων, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀνειροπόλος:''' ὁ [[снотолкователь]] Hom., Her.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀνειρο-[[πόλος]], ὁ, [[πολέω]]<br />one [[occupied]] with dreams, a dreamer, or an [[interpreter]] of dreams, Il., Hdt.
|mdlsjtxt=ὀνειρο-[[πόλος]], ὁ, [[πολέω]]<br />one [[occupied]] with dreams, a dreamer, or an [[interpreter]] of dreams, Il., Hdt.
}}
}}

Revision as of 21:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνειροπόλος Medium diacritics: ὀνειροπόλος Low diacritics: ονειροπόλος Capitals: ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΟΣ
Transliteration A: oneiropólos Transliteration B: oneiropolos Transliteration C: oneiropolos Beta Code: o)neiropo/los

English (LSJ)

(parox.), ὁ, A interpreter of dreams, Il.1.63,5.149, Hdt.1.128,5.56, Ph.1.664. II Adj. of or belonging to dreams, Orph.A.35,601.

German (Pape)

[Seite 346] der sich mit Träumen beschäftigt, bes. um die Zukunft daraus vorherzusagen, der Traumdeuter; Il. 1, 63; γέρων, 5, 149; nach Schol. zur ersteren Stelle aber genauer der, welcher die Träume hat.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne l'interprétation des songes : ὁ ὀνειροπόλος l'interprète des songes.
Étymologie: ὄνειρος, πολέω.

Russian (Dvoretsky)

ὀνειροπόλος:снотолкователь Hom., Her.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνειροπόλος: ὁ, (πολέω) ὁ ἀσχολούμενος εἰς ὀνείρους, ὁ ὀνειρευόμενος, ἢ ὁ ἑρμηνεύων ὀνείρους, Ἰλ. Α. 63, Ε. 149, Ἡρόδ. 1. 128., 5. 56. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὁ ἀνήκων εἰς ὀνείρους, Ὀρφ. Ἀργ. 35. 599.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ὀνειροπόλος, -ον) (ως επίθ. και ως ουσ.) νεοελλ. αυτός που ονειροπολεί, που ζει μέσα στον κόσμο τών, ονείρων και πλάθει με τη φαντασία του διάφορες εικόνες και καταστάσεις, φαντασιοκόπος
αρχ.
1. αυτός που επιδίδεται στην ερμηνεία τών ονείρων, ονειροκρίτης
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όνειρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + -πόλος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. νυκτιπόλος.

Greek Monotonic

ὀνειροπόλος: ὁ (πολέω), κάποιος που ασχολείται υπερβολικά με τα όνειρα, ονειροπόλος, αιθεροβάμων ή ερμηνευτής ονείρων, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.

Middle Liddell

ὀνειρο-πόλος, ὁ, πολέω
one occupied with dreams, a dreamer, or an interpreter of dreams, Il., Hdt.