ὑπολιμπάνω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> laisser derrière;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> faire défaut, manquer.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[λιμπάνω]].
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> laisser derrière;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> faire défaut, manquer.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[λιμπάνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπολιμπάνω:''' NT = [[ὑπολείπω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπολιμπάνω:''' μεταγεν., αντί του [[ὑπολείπω]], [[αφήνω]] [[πίσω]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ὑπολιμπάνω:''' μεταγεν., αντί του [[ὑπολείπω]], [[αφήνω]] [[πίσω]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπολιμπάνω:''' NT = [[ὑπολείπω]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 22:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπολιμπάνω Medium diacritics: ὑπολιμπάνω Low diacritics: υπολιμπάνω Capitals: ΥΠΟΛΙΜΠΑΝΩ
Transliteration A: hypolimpánō Transliteration B: hypolimpanō Transliteration C: ypolimpano Beta Code: u(polimpa/nw

English (LSJ)

collat. form of ὑπολείπω, A leave behind, 1 Ep.Pet.2.21, Them.Or.10.139d. 2 Med., leave over, μὴ ὑπολιμπάνεσθε leave no arrears (uncollected), PHib.1.45.13 (iii B. C.); reserve, κερμάτιον εἰς τοὺς προστάντας τῆς σωτηρίας ἡμων PSI4.392.4 (iii B. C.). II intr., fail, τὰ νάματα ὑ. D.H.1.23.

German (Pape)

[Seite 1224] Nebenform von ὑπολείπω, D. Hal.

French (Bailly abrégé)

1 tr. laisser derrière;
2 intr. faire défaut, manquer.
Étymologie: ὑπό, λιμπάνω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπολιμπάνω: NT = ὑπολείπω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπολιμπάνω: ὑπολείπω, ἡμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμὸν Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 21, Θεμίστ. 139D. - Παθ., ὑποολείπομαι, Θεοφυλ. Σιμ. Ἱστ. 552, 9, ἔκδ. Βόννης. κλπ. ΙΙ. ἀμετάβ., ὑπολείπω, ἐκλείπω, τῶν ναμάτων τὰ μὲν οὐκέτι πίνεσθαι σπουδαῖα ἦν, τάδ’ ὑπελίμπανε θέρους Διον. Ἁλ. 1. 23.

English (Strong)

a prolonged form for ὑπολείπω; to leave behind, i.e. bequeath: leave.

English (Thayer)

(λιμπάνω, less common form of the verb λείπω); to leave, leave behind: Themistius; ecclesiastical and Byzantine writings; to fail, Dionysius Halicarnassus 1,23.)

Greek Monolingual

ΜΑ
1. αφήνω πίσω ως υπόλοιπο, καταλείπω
2. (αμτβ.) εκλείπω, σώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + λιμπάνω «λείπω»].

Greek Monotonic

ὑπολιμπάνω: μεταγεν., αντί του ὑπολείπω, αφήνω πίσω, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

later for ὑπολείπω
to leave behind, NTest.

Chinese

原文音譯:Øpolimp£nw 虛坡-淋爬挪
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在下-缺乏
字義溯源:遺留,遺落,留下;源自(ὑπολείπω)=剩下),由(ὑπό)*=在下,被)與(λείπω)*=缺少,留下)組成。參讀 (ἀναλύω)同義字
出現次數:總共(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 留下(1) 彼前2:21