ὑφιζάνω: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>I. 1</b> s'asseoir sous, être posé <i>ou</i> fixé sous, τινι;<br /><b>2</b> s'affaisser;<br /><b>3</b> déposer, former un dépôt <i>en parl. d’un liquide</i>;<br /><b>II.</b> être assis derrière.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἱζάνω]].
|btext=<b>I. 1</b> s'asseoir sous, être posé <i>ou</i> fixé sous, τινι;<br /><b>2</b> s'affaisser;<br /><b>3</b> déposer, former un dépôt <i>en parl. d’un liquide</i>;<br /><b>II.</b> être assis derrière.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἱζάνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑφιζάνω:''' [[приседать]]: ὑ. κύκλοις Eur. приседать, прикрываясь щитами.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑφιζάνω:''' = <i>ὑφίξω</i>, κουλουριάζομαι, μαζεύομαι, [[ζαρώνω]] [[κάτω]] από, με δοτ., σε Ευρ.
|lsmtext='''ὑφιζάνω:''' = <i>ὑφίξω</i>, κουλουριάζομαι, μαζεύομαι, [[ζαρώνω]] [[κάτω]] από, με δοτ., σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑφιζάνω:''' [[приседать]]: ὑ. κύκλοις Eur. приседать, прикрываясь щитами.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt== [[ὑφίζω]]<br />to [[crouch]] [[beneath]], c. dat., Eur.
|mdlsjtxt== [[ὑφίζω]]<br />to [[crouch]] [[beneath]], c. dat., Eur.
}}
}}

Revision as of 22:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφιζάνω Medium diacritics: ὑφιζάνω Low diacritics: υφιζάνω Capitals: ΥΦΙΖΑΝΩ
Transliteration A: hyphizánō Transliteration B: hyphizanō Transliteration C: yfizano Beta Code: u(fiza/nw

English (LSJ)

A = ὑφίζω, Arist. HA637b8; κατὰ τὸν θᾶκον Pyrgioap.Ath.4.143e; ὑφίζανον κύκλοις were crouching beneath... E.Ph.1382. II sink, settle down, τὸ χῶμα ὑ. App.Mith.36, cf. Arr.An.2.27.4, Gal.10.973, Procop.Goth.4.11.

French (Bailly abrégé)

I. 1 s'asseoir sous, être posé ou fixé sous, τινι;
2 s'affaisser;
3 déposer, former un dépôt en parl. d’un liquide;
II. être assis derrière.
Étymologie: ὑπό, ἱζάνω.

Russian (Dvoretsky)

ὑφιζάνω: приседать: ὑ. κύκλοις Eur. приседать, прикрываясь щитами.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφιζάνω: ὑφίζω, κατὰ τὸν θᾶκον τὸν τοῦ πατρὸς ὑφιζάνουσιν Πυργίων παρ’ Ἀθην. 143Ε· ἀλλ’ ὑφίζανον κύκλοις ὅπως σίδηρος ἐξολισθάνοι μάτην, ἀλλ’ ὑπένευον ὑπὸ τὰς ἀσπίδας ὅπως αἱ ὑπὸ τῶν δοράτων προσβολαὶ ἐκπίπτοιεν ἄπρακτοι, Εὐρ. Φοίν. 1382. ΙΙ. κατακαθίζω, τὸ χῶμα ὑφίζανεν ἄφνω Ἀππ. Μιθρ. 26, πρβλ. Ἀρρ. Ἀν. 2. 27.

Greek Monolingual

Α
1. κάθομαι
2. κάθομαι κάτω συσπειρωμένος, μαζεύομαι («ὑφίζανον κύκλοις, ὅπως σίδηρος ἐξολισθάνοι μάτην», Ευρ.)
3. υφίσταμαι καθίζηση, κατακαθίζω («τὸ χῶμα ὑφίζανεν ἄφνω», Αππ.)
4. (για την επιδερμίδα μετά από μεγάλη στέρηση) βαθουλώνω ή κρεμάω
5. μτφ. εκκλ. (για τους αγγέλους) είμαι κατώτερος κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἱζάνω, άλλος τ. του ρ. ἵζω].

Greek Monotonic

ὑφιζάνω: = ὑφίξω, κουλουριάζομαι, μαζεύομαι, ζαρώνω κάτω από, με δοτ., σε Ευρ.

Middle Liddell

= ὑφίζω
to crouch beneath, c. dat., Eur.