Ῥοδιακός: Difference between revisions

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de Rhodes, rhodien.<br />'''Étymologie:''' [[Ῥόδος]].
|btext=ή, όν :<br />de Rhodes, rhodien.<br />'''Étymologie:''' [[Ῥόδος]].
}}
{{elru
|elrutext='''Ῥοδιακός:''' Arst. = [[Ῥόδιος]] I.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Ῥοδιακός:''' -ή, -όν ([[Ῥόδος]]), Ρόδιος, [[Ροδίτης]], αυτός που προέρχεται από τη Ρόδο, σε Στράβ.· επίσης, [[Ῥόδιος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i> ([[Ῥόδος]]), σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.
|lsmtext='''Ῥοδιακός:''' -ή, -όν ([[Ῥόδος]]), Ρόδιος, [[Ροδίτης]], αυτός που προέρχεται από τη Ρόδο, σε Στράβ.· επίσης, [[Ῥόδιος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i> ([[Ῥόδος]]), σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''Ῥοδιακός:''' Arst. = [[Ῥόδιος]] I.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[Ῥοδιακός]], ή, όν [[Ῥόδος]]<br />Rhodian, of [[Rhodes]], Strab.: —also [[Ῥόδιος]], η, ον, Il., Xen.
|mdlsjtxt=[[Ῥοδιακός]], ή, όν [[Ῥόδος]]<br />Rhodian, of [[Rhodes]], Strab.: —also [[Ῥόδιος]], η, ον, Il., Xen.
}}
}}

Revision as of 22:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ῥοδιᾰκός Medium diacritics: Ῥοδιακός Low diacritics: Ροδιακός Capitals: ΡΟΔΙΑΚΟΣ
Transliteration A: Rhodiakós Transliteration B: Rhodiakos Transliteration C: Rodiakos Beta Code: *(rodiako/s

English (LSJ)

ή, όν, Rhodian, of Rhodes, Str.2.5.14:—Ῥοδιακόν (sc. σκύφος), τό, Rhodian cup, a kind of cup made at Rhodes, Epig.5, Diph.5, IG11(2).110.21, 27 (Delos, iii B.C.), etc.; also called Ῥοδιακὴ χυτρίς, Arist.Fr.110; Ῥοδιακή alone, IG11(2).110, al. (Delos, iii B.C.), 7.3498.6 (Orop.); and Ῥοδιάς, άδος, ἡ, Ath.11.496e, Phot.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Rhodes, rhodien.
Étymologie: Ῥόδος.

Russian (Dvoretsky)

Ῥοδιακός: Arst. = Ῥόδιος I.

Greek (Liddell-Scott)

Ῥοδιακός: -ή, -όν, ὁ ἐκ Ρόδου, Στράβ. 119 ὡσαύτως Ῥοδιανός, ή, όν, Διοσκ. 3. 101· ― Ῥοδιακὸν (ἐξυπακ. σκύφος), τό, εἶδος ποτηρίου ἐν Ρόδῳ κατασκευαζόμενον, Ἐπιγένης ἐν «Ἡρωίνῃ» 2, Δίφιλος ἐν «Αἰρησιτείχει» 1, κτλ.· ἐκαλεῖτο δὲ τοῦτο καὶ Ῥοδιακὴ χυτρίς, Ἀριστ. Ἀποσπ. 105, πρβλ. Κωμ. Ἀποσπ. 4. 544· καὶ Ῥοδιάς, -άδος, ἡ, Ἀθήν. 496F, Φώτ.

Greek Monotonic

Ῥοδιακός: -ή, -όν (Ῥόδος), Ρόδιος, Ροδίτης, αυτός που προέρχεται από τη Ρόδο, σε Στράβ.· επίσης, Ῥόδιος, , -ον (Ῥόδος), σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.

Middle Liddell

Ῥοδιακός, ή, όν Ῥόδος
Rhodian, of Rhodes, Strab.: —also Ῥόδιος, η, ον, Il., Xen.