ῥίγιον: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "d’u" to "d'u")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> plus froidement;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> d’une manière plus terrible, plus fâcheuse.<br />'''Étymologie:''' Cp. dérivé de [[ῥῖγος]] ; cf. [[ῥίγιστος]].
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> plus froidement;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> d'une manière plus terrible, plus fâcheuse.<br />'''Étymologie:''' Cp. dérivé de [[ῥῖγος]] ; cf. [[ῥίγιστος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 08:45, 4 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῑγιον Medium diacritics: ῥίγιον Low diacritics: ρίγιον Capitals: ΡΙΓΙΟΝ
Transliteration A: rhígion Transliteration B: rhigion Transliteration C: rigion Beta Code: r(i/gion

English (LSJ)

Comp. neut. Adj. formed from ῥιγέω, A more horrible or miserable, τό οἱ καὶ ῥ. ἔσται Il.1.325, cf. 563, 11.405; τὸ δὲ ῥ… ἄλγεα πάσχειν Od.20.220; [γυναικὸς] κακῆς οὐ ῥ. ἄλλο Hes.Op.703; cf. Semon.6. II colder, ποτὶ ἕσπερα ῥ. ἔσται Od. 17.191.—The masc. ῥιγίων is not found.

German (Pape)

[Seite 842] neutr. comp. ohne posit., von ῥῖγος, frostiger, kälter, Cd. 17, 191; übh. schauderhafter, schrecklicher, schlimmer für Einen, τινί, oft bei Hom., wie τό οἱ καὶ ῥίγιον ἔσται, Il. 1, 325; Hes. O. 701; sp. D. Das masc. u. fem. scheint nicht vorzukommen; den superl. ῥίγιστος s. unten.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 plus froidement;
2 fig. d'une manière plus terrible, plus fâcheuse.
Étymologie: Cp. dérivé de ῥῖγος ; cf. ῥίγιστος.

Russian (Dvoretsky)

ῥίγιον: (ρῑ) [adv. compar. от ῥῖγος
1) холоднее: ποτὶ ἕσπερα ῥ. ἔσται Hom. к вечеру станет холоднее;
2) ужаснее, хуже: τὸ δέ τοι καὶ ῥ. ἔσται Hom. это будет для тебя хуже.

Greek (Liddell-Scott)

ῥίγιον: συγκρ. οὐδέτ. ἐπίθετ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ ῥῖγος, ψυχρότερον, παγερώτερον, ποτὶ ἕσπερα ῥ. ἔσται Ὀδ. Ρ. 191. ΙΙ. μεταφ. φοβερώτερον, οἰκτρότερον, τὸ οἱ καὶ ῥ. ἔσται Ἰλ. Α. 325, πρβλ. 563, Λ. 405˙ τὸ δὲ ῥ. ἔσται ... ἄλγεα πάσχειν Ὀδ. Υ. 220˙ κακῆς οὐ ῥ. ἄλλο Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 701˙ πρβλ. Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 7. - Τὸ ἀρσεν. ῥιγίων φαίνεται ὅτι δὲν ἀπαντᾷ.

English (Autenrieth)

(ϝρῖγος), comp.: colder, Od. 17.191; met., more horrible, more terrible, cf. ἄλγιον.—Sup., ῥίγιστος, ῥίγιστα, Il. 5.873†.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (συγκρ. του ῥῑγος)
1. ψυχρότερα («ποτὶ ἔσπερα ῥίγιον ἔσται», Ομ. Οδ.)
2. φοβερότερα («[γυναικὸς] κακῆς οὐ ῥίγιον ἄλλο», Ησίοδ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. Συγκρ. βαθμός του ῥῖγος, κατά το αρχ. σχήμα ἄλγος: ἀλίων: ἄλγιστος, κέρδος: κερδίων: κέρδιστος].

Greek Monotonic

ῥίγιον: ουδ. συγκρ. επίθ. από το ῥῖγος· ψυχρότερο, πιο κρύο, πιο παγωμένο, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., φοβερότερο, τρομακτικότερο, φρικτότερο, πιο οικτρό, σε Όμηρ.

Middle Liddell

[neut. comp. adj. formed from ῥῖγος
more frosty, colder, Od.:—metaph. more horrible, Hom.