ἀλήμων: Difference between revisions
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4") |
(CSV import) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἀλάομαι]]<br />a [[wanderer]], [[rover]], Od., Anth. | |mdlsjtxt=[[ἀλάομαι]]<br />a [[wanderer]], [[rover]], Od., Anth. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον <br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. -ονος<br /><b class="num">1</b> [[errante]], [[vagabundo]] πτωχοὶ καὶ ἀλήμονες [[ἄνδρες]] <i>Od</i>.19.74, cf. Arat.1101, Man.4.449, Αἰητίνη D.P.490, ἀστέρες <i>AP</i> 9.25 (Leon.), μελάνουροι Opp.<i>H</i>.3.455<br /><b class="num">•</b> en hipálage ἀ. [[κέλευθος]] Colluth.214<br /><b class="num">•</b> subst. [[ἅλις]] [[ἧμιν]] ἀλήμονές εἰσι καὶ ... πτωχοί <i>Od</i>.17.376.<br /><b class="num">2</b> [[desordenado]], [[irregular]] [[βότρυς]] ἐθείρης Nonn.<i>D</i>.1.528, [[ὀρχηθμός]] Triph.354. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 6 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ονος, ὁ, ἡ, (ἀλάομαι) wanderer, rover, ἀλήμονες ἄνδρες Od.19.74; of planets, AP9.25 (Leon.): abs., Od.17.376.—Ep. word.
German (Pape)
[Seite 95] ονος, ὁ, der Landstreicher, Hom. zweimal, Od. 19, 74 πτωχοὶ καὶ ἀλήμονες ἄνδρες, 17, 376 ἦ οὐχ ἅλις ἧμιν ἀλήμονές εἰσι καὶ ἄλλοι, πτωχοὶ ἀνιηροί, δαιτῶν ἀπολυμαντῆρες; – Sp. D.; – Adj. Col. 210 κέλευθος ἀλ.
French (Bailly abrégé)
ων, ον, gén. ονος;
errant, vagabond.
Étymologie: ἄλη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀλήμων -ονος, ὁ ἀλάομαι zwerver; als specificatie bij ἀνήρ:. ἀλήμονες ἄνδρες zwervers Od. 19.74.
Russian (Dvoretsky)
ἀλήμων: ονος (ᾰ) ὁ странник, скиталец, бродяга (πτωχοὶ καὶ ἀλήμονες ἄνδρες Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀλήμων: [ᾰ], -ονος, ὁ, ἡ, (ἀλάομαι) ἀλήτης, πλάνης, ἀλήμονες ἄνδρες, Ὀδ. Τ. 74· περὶ πλανητῶν ἀστέρ., Ἀνθ. Π. 9. 25, καὶ ἀπολ., Ὀδ. Ρ. 376. Λέξις Ἐπ.
English (Autenrieth)
ονος (ἀλάομαι): roving, wandering, wanderer.
Greek Monolingual
ἀλήμων (-ονος), ο, η (Α)
1. αυτός που περιπλανιέται εδώ κι εκεί, πλάνητας
2. αυτός που παρεκτράπηκε, αμαρτωλός, αλήτης
3. πειρατής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλῶμαι «περιπλανώμαι».
ΠΑΡ. αρχ. ἀλημοσύνη.
Greek Monotonic
ἀλήμων: [ᾰ], -ονος, ὁ, ἡ, (ἀλάομαι), περιπλανώμενος, ταξιδευτής, πλάνης, σε Ομήρ. Οδ., Ανθ.
Middle Liddell
ἀλάομαι
a wanderer, rover, Od., Anth.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [gen. -ονος
1 errante, vagabundo πτωχοὶ καὶ ἀλήμονες ἄνδρες Od.19.74, cf. Arat.1101, Man.4.449, Αἰητίνη D.P.490, ἀστέρες AP 9.25 (Leon.), μελάνουροι Opp.H.3.455
• en hipálage ἀ. κέλευθος Colluth.214
• subst. ἅλις ἧμιν ἀλήμονές εἰσι καὶ ... πτωχοί Od.17.376.
2 desordenado, irregular βότρυς ἐθείρης Nonn.D.1.528, ὀρχηθμός Triph.354.