αιδώς: Difference between revisions

From LSJ

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source
(1)
 
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-ούς), η (Α [[αἰδώς]])<br />[[συναίσθημα]] ντροπής, [[συστολή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σεβασμός]], [[κοσμιότητα]] [[προς]] τους άλλους<br /><b>2.</b> [[αυτοσεβασμός]], [[αίσθημα]] [[τιμής]], [[φιλοτιμία]]<br /><b>3.</b> [[ταπεινότητα]], [[μετριοφροσύνη]]<br /><b>4.</b> [[έλεος]], συγχώρεση<br /><b>5.</b> αυτό ([[πράξη]] ή [[πράγμα]]) που προκαλεί τη [[ντροπή]] ([[αίσχος]], [[σκάνδαλο]]) ή τον σεβασμό. Παροιμιώδης έχει γίνει η [[συχνά]] στα ομηρικά έπη (<b>[[πρβλ]].</b> Ε 787, Θ 228, Ν 95 κ.α.) επαναλαμβανόμενη [[φράση]] «[[αἰδώς]], Ἀργεῑοι», «[[ντροπή]] σας, Έλληνες», λεγόμενη [[συνήθως]] με την [[έννοια]] της ηθικής επιπλήξεως<br /><b>6.</b> τα αιδοία (<b>Ομ.</b> Β 62)<br /><b>7.</b> [[αξιοπρέπεια]], [[μεγαλείο]]<br /><b>8.</b> ([[προσωποποίηση]]) η θεά Αιδώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἴδομαι]]. Η λ. <i>αἰδὼς</i> χρησιμοποιείται κανονικά στα διαλογικά μέρη τών επών -[[ουδέποτε]] στα αφηγηματικά- για να δηλώσει τον σεβασμό [[προς]] τους θεούς ή [[προς]] ανώτερα πρόσωπα, [[καθώς]] και την [[ηθική]] αυτοδέσμευση του ατόμου να αποφύγει [[κάθε]] [[παρέκκλιση]] ή [[εκτροπή]]. Ακριβώς η <i>ἐν</i>-[[τροπή]] (νεοελλ. (<i>ε</i>)[[ντροπή]]), ως ενσυνείδητη [[αποφυγή]] τών εκ-τροπών, ως [[αυτοσεβασμός]] και [[ταπεινοφροσύνη]], [[είναι]] η λ. που θα δηλώσει την [[έννοια]] της αιδούς σε νεώτερους χρόνους [[μέχρι]] και [[σήμερα]]. Βλ. και λ. [[αίσχος]], [[αισχύνη]]].
|mltxt=(-ούς), η (Α [[αἰδώς]])<br />[[συναίσθημα]] ντροπής, [[συστολή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σεβασμός]], [[κοσμιότητα]] [[προς]] τους άλλους<br /><b>2.</b> [[αυτοσεβασμός]], [[αίσθημα]] [[τιμής]], [[φιλοτιμία]]<br /><b>3.</b> [[ταπεινότητα]], [[μετριοφροσύνη]]<br /><b>4.</b> [[έλεος]], συγχώρεση<br /><b>5.</b> αυτό ([[πράξη]] ή [[πράγμα]]) που προκαλεί τη [[ντροπή]] ([[αίσχος]], [[σκάνδαλο]]) ή τον σεβασμό. Παροιμιώδης έχει γίνει η [[συχνά]] στα ομηρικά έπη (πρβλ. Ε 787, Θ 228, Ν 95 κ.α.) επαναλαμβανόμενη [[φράση]] «[[αἰδώς]], Ἀργεῖοι», «[[ντροπή]] σας, Έλληνες», λεγόμενη [[συνήθως]] με την [[έννοια]] της ηθικής επιπλήξεως<br /><b>6.</b> τα αιδοία (<b>Ομ.</b> Β 62)<br /><b>7.</b> [[αξιοπρέπεια]], [[μεγαλείο]]<br /><b>8.</b> ([[προσωποποίηση]]) η θεά Αιδώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἴδομαι]]. Η λ. <i>αἰδὼς</i> χρησιμοποιείται κανονικά στα διαλογικά μέρη τών επών -[[ουδέποτε]] στα αφηγηματικά- για να δηλώσει τον σεβασμό [[προς]] τους θεούς ή [[προς]] ανώτερα πρόσωπα, [[καθώς]] και την [[ηθική]] αυτοδέσμευση του ατόμου να αποφύγει [[κάθε]] [[παρέκκλιση]] ή [[εκτροπή]]. Ακριβώς η <i>ἐν</i>-[[τροπή]] (νεοελλ. (<i>ε</i>)[[ντροπή]]), ως ενσυνείδητη [[αποφυγή]] τών εκ-τροπών, ως [[αυτοσεβασμός]] και [[ταπεινοφροσύνη]], [[είναι]] η λ. που θα δηλώσει την [[έννοια]] της αιδούς σε νεώτερους χρόνους [[μέχρι]] και [[σήμερα]]. Βλ. και λ. [[αίσχος]], [[αισχύνη]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:26, 13 October 2022

Greek Monolingual

(-ούς), η (Α αἰδώς)
συναίσθημα ντροπής, συστολή
αρχ.
1. σεβασμός, κοσμιότητα προς τους άλλους
2. αυτοσεβασμός, αίσθημα τιμής, φιλοτιμία
3. ταπεινότητα, μετριοφροσύνη
4. έλεος, συγχώρεση
5. αυτό (πράξη ή πράγμα) που προκαλεί τη ντροπή (αίσχος, σκάνδαλο) ή τον σεβασμό. Παροιμιώδης έχει γίνει η συχνά στα ομηρικά έπη (πρβλ. Ε 787, Θ 228, Ν 95 κ.α.) επαναλαμβανόμενη φράση «αἰδώς, Ἀργεῖοι», «ντροπή σας, Έλληνες», λεγόμενη συνήθως με την έννοια της ηθικής επιπλήξεως
6. τα αιδοία (Ομ. Β 62)
7. αξιοπρέπεια, μεγαλείο
8. (προσωποποίηση) η θεά Αιδώς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἴδομαι. Η λ. αἰδὼς χρησιμοποιείται κανονικά στα διαλογικά μέρη τών επών -ουδέποτε στα αφηγηματικά- για να δηλώσει τον σεβασμό προς τους θεούς ή προς ανώτερα πρόσωπα, καθώς και την ηθική αυτοδέσμευση του ατόμου να αποφύγει κάθε παρέκκλιση ή εκτροπή. Ακριβώς η ἐν-τροπή (νεοελλ. (ε)ντροπή), ως ενσυνείδητη αποφυγή τών εκ-τροπών, ως αυτοσεβασμός και ταπεινοφροσύνη, είναι η λ. που θα δηλώσει την έννοια της αιδούς σε νεώτερους χρόνους μέχρι και σήμερα. Βλ. και λ. αίσχος, αισχύνη].