ὀψίκοιτος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀψί-κοιτος, ον, [[κοίτη]]<br />[[going]] [[late]] to bed, Aesch.
|mdlsjtxt=ὀψί-κοιτος, ον, [[κοίτη]]<br />[[going]] [[late]] to bed, Aesch.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=αὐτός πού ἀγρυπνᾶ [[πολύ]] τή νύχτα). Ἀπό τό [[ὀψέ]] + [[κοίτη]] τοῦ [[κεῖμαι]].
}}
}}

Revision as of 13:55, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψίκοιτος Medium diacritics: ὀψίκοιτος Low diacritics: οψίκοιτος Capitals: ΟΨΙΚΟΙΤΟΣ
Transliteration A: opsíkoitos Transliteration B: opsikoitos Transliteration C: opsikoitos Beta Code: o)yi/koitos

English (LSJ)

ον, going late to bed, late-watching, night owl, nighthawk, night person, evening person, late sleeper ὄμματα A.Ag. 889.

German (Pape)

[Seite 432] spät schlafend, ὄμματα, Aesch. Ag. 863.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s'endord tard.
Étymologie: ὀψέ, κοίτη.

Russian (Dvoretsky)

ὀψίκοιτος: (ῐ) поздно засыпающий (ὄμματα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀψίκοιτος: -ον, ὁ ὀψὲ εἰς τὴν κλίνην ἀπερχόμενος, ὁ ἀγρυπνῶν ἐπὶ πολὺ τῆς νυκτός, ὄμματα Αἰσχύλ. Ἀγ. 889.

Greek Monolingual

ὀψίκοιτος, -ον (Α)
αυτός που πηγαίνει στο κρεβάτι του αργά τη νύχτα, που κοιμάται αργά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ.λ. οψέ) + -κοιτος (< κοίτη)].

Greek Monotonic

ὀψίκοιτος: -ον (κοίτη), αυτός που πηγαίνει αργά να πλαγιάσει, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ὀψί-κοιτος, ον, κοίτη
going late to bed, Aesch.

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού ἀγρυπνᾶ πολύ τή νύχτα). Ἀπό τό ὀψέ + κοίτη τοῦ κεῖμαι.