ἀπρόοπτος: Difference between revisions
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[προόψομαι]], fut. of [[προοράω]]<br />[[unforeseen]], Aesch. | |mdlsjtxt=[[προόψομαι]], fut. of [[προοράω]]<br />[[unforeseen]], Aesch. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=ἀπρόβλεπτος). Ἀπό τό α στερητ. + [[προόψομαι]] (τοῦ προορῶ). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] ὁρῶ. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:30, 14 October 2022
English (LSJ)
ον, A unforeseen, A.Pr.1074 (lyr.); ἐξ-όπτου Aesop.330. Adv. -τως PAmh.2.154.7 (vi A. D.). II Act., not foreseeing, unwary, Poll.1.179; ἀ. τοῦ μέλλοντος Id.3.117. Adv. -τως Sor.1.71, Ael.NA1.8.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): contr. adv. ἀπρούπτως Critias Fr.Trag.4a.13
I 1de cosas y abstr. imprevisto Ζεὺς ὑμᾶς εἰς ἀπρόοπτον πῆμ' εἰσέβαλεν A.Pr.1074, οὐ γὰρ ἐστιν οὐδὲν τῶν τηλικούτων ἀπρόοπτον D.C.67.16.1, cf. Hsch.
2 de pers. imprevisor (στρατηγός) Poll.1.179, ἀ. τοῦ μέλλοντος Poll.3.117.
II adv. -ως
1 de improviso, inesperadamente ἀ. τοῦ ἐμβρύου κατενεχθέντος Sor.144.15, ἀ. ὑποσπείρει παγίδας ἡμῖν Basil.M.31.541A, ἀ. προσενεχθεὶς Gr.Nyss.Eun.3.5.26, ἀ. ἐμβαλεῖν Socr.Sch.HE 7.18.10, ἐπειδὴ ἀ. πρᾶγμα οὐ θέλω ἀναγαγεῖν αὐτοῖς PAmh.154.7 (VI/VII d.C.).
2 inconscientemente e.e. sin prever las consecuencias ἀπροόπτως ἐπικυλισθεῖσα habiéndose echado encima (de un niño) inconscientemente Sor.80.29, τῶν συγκυνηγετούντων ἀπροόπτως παραφερόμενος dejando atrás sin darse cuenta a sus compañeros cazadores Ael.NA 1.8, cf. Critias l.c.
German (Pape)
[Seite 339] unvorhergesehen, Aesch. Prom. 1076; ἐξ ἀπροόπτου Aesop. 110; adv., Plut.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
imprévu.
Étymologie: ἀ, προόψομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπρόοπτος: непредвиденный (πῆμα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόοπτος: -ον, ὁ μὴ προβλεπόμενος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ προΐδῃ. - Ἐπίρρ. -τως Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 1038F. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ προβλέπων, ὁ μὴ περιμένων τι, Πολυδ. Α΄, 179· ἀπρόοπτος τοῦ μέλλοντος ὁ αὐτ. Γ΄, 117.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπρόοπτος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει προβλεφθεί ή δεν μπορεί να προβλεφθεί, απροσδόκητος
2. φρ. «ἐξ ἀπροόπτου» — ξαφνικά, απροσδόκητα
αρχ.-μσν.
επίρρ. ἀπροόπτως
ξαφνικά, απροσδόκητα
μσν.
(επίρρ., -ως) χωρίς πρόβλεψη, ασύνετα
αρχ.
ο μη προορατικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πρόοπτος < προ - + οπτός (II) («ορατός, φανερός») < όπωπα, πρκμ. β' του ορώ].
Greek Monotonic
ἀπρόοπτος: -ον (προόψομαι, μέλ. του προοράω), απρόβλεπτος, αυτός τον οποίον δεν μπορεί κάποιος να προβλέψει, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
προόψομαι, fut. of προοράω
unforeseen, Aesch.
Mantoulidis Etymological
(=ἀπρόβλεπτος). Ἀπό τό α στερητ. + προόψομαι (τοῦ προορῶ). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ὁρῶ.