στραγγεύομαι: Difference between revisions
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
(CSV import) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[στραγγεύομαι]], [[στράγξ]]<br />Mid. to [[squeeze]] [[oneself]] up, [[twist]] [[oneself]], metaph. to [[keep]] [[loitering]] [[about]], Ar. | |mdlsjtxt=[[στραγγεύομαι]], [[στράγξ]]<br />Mid. to [[squeeze]] [[oneself]] up, [[twist]] [[oneself]], metaph. to [[keep]] [[loitering]] [[about]], Ar. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=συμπιέζομαι, στρέφομαι ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ, ἀργοπορῶ). Ἀπό τό οὐσ. [[στράγξ]] [[στραγγός]] (=σταγόνα), ἀπό ρίζα στραγγ-. (λατιν. [[stringo]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[στραγγεία]] (=χρονοτριβή), [[στραγγεῖον]], [[στράγγευμα]] κι ἀπό τήν ἴδια ρίζα τά: [[στραγγάλη]] (=σχοινί γιά [[κρέμασμα]]), [[στραγγαλίς]], [[στραγγαλίζω]], [[στραγγίζω]], [[στραγγουρία]], [[στρογγύλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 14 October 2022
English (LSJ)
Med., A loiter, delay, ἐγὼ δῆτ' ἐνθαδὶ στραγγεύομαι; Ar.Ach.126 (cj. Kuster; στραγεύγομαι cod. R, στρατεύομαι cett.); τί ταῦτ' ἔχων σ.; why do I keep loitering thus? Id.Nu.131 (στραγεύομαι codd. RV, στρατεύομαι codd. opt. Suid. s.v. ἰτητέον, στραγγεύομαι codd. deteriores Ar. et Suid. l.c.); σ. περὶ τὰς συμβολάς Macho ap. Ath.13.580e; = τριψημερεῖν, Hsch.; restd. for στρατεύομαι in Pl.R.472a, Zen.4.19, Ptol.Asc.p.401 H., Hsch. s.v. μαρηγηλλᾷ, Id. s.v. στρεύγει, Phot., Suid.s.v. ἢ δεῖ χελώνης, EM755.39; written στραγεύομαι, Ar. (v.l., v. supr.), PTeb. 713.5 (ii B.C.), Sm.Pr.24.10 (v.l.), Hsch., Sch.Ar.Nu. l.c. (cod. V), Suid. (codd. AV), Id. s.v. τευτάζειν, Eust.1441.59; στρατεύομαι (s.v.l.) has this sense in LXX Jd.19.8, BGU1127.28 (i B.C.), 1131.20 (i B.C.); στρατεύεσθαι (s.v.l.),= aginare, Gloss. 2 στραγγευομένη κάθαρσις coming slowly, Orib.Fr.138. II Act. in med. sense, Sch.Ar.Lys.17 (restd. for ἐστράγευσεν, ἐστράτευσεν), Suid. s.v. κυπτάζειν, EM330.56 (restd. for στρατεύειν); = agino, Gloss. (στρατ-).
French (Bailly abrégé)
faire des détours de côté et d'autre, traîner en longueur, tergiverser.
Étymologie: στράγξ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στραγγεύομαι [στράγξ] tijd verdoen, rondhangen.
Russian (Dvoretsky)
στραγγεύομαι: досл. вертеться, перен. болтаться без пользы или томиться, мешкать Arph., Plat.
Greek Monotonic
στραγγεύομαι: Μέσ. (στράγξ), συμπιέζομαι, συστρέφομαι· μεταφ., αργώ, αργοπορώ, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
στραγγεύομαι: μέσ., (στρὰγξ) συμπιέζομαι, συστρέφομαι ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ἀλλ’ εὕρηται μόνον μεταφορ., βραδύνω, ἀργοπορῶ, παραμένω, ἐγὼ δῆτ’ ἐνθαδὶ στραγγεύομαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 126· τί ταῦτ’ ἔχων στρ.; τί μοῦ στρηφογυρίζεις ἐδῶ; ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 131· στρ. περί τι Μάχων παρ’ Ἀθην. 580Ε· ἐκ διορθώσεως ἀντὶ στρατευομένῳ ἐν Πλάτ. Πολ. 472Α· ἴδε Kuster εἰς Σουΐδ ἐν λ. ἦ δεῖ χελώνης. Πρβλ. τὸ Ὁμηρικὸν στρεύγομαι. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. μνημονεύεται παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 17, Ἐτυμολ. Μέγ. 330 ἐν τέλ., ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ μέσ.
Middle Liddell
στραγγεύομαι, στράγξ
Mid. to squeeze oneself up, twist oneself, metaph. to keep loitering about, Ar.
Mantoulidis Etymological
(=συμπιέζομαι, στρέφομαι ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ, ἀργοπορῶ). Ἀπό τό οὐσ. στράγξ στραγγός (=σταγόνα), ἀπό ρίζα στραγγ-. (λατιν. stringo). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: στραγγεία (=χρονοτριβή), στραγγεῖον, στράγγευμα κι ἀπό τήν ἴδια ρίζα τά: στραγγάλη (=σχοινί γιά κρέμασμα), στραγγαλίς, στραγγαλίζω, στραγγίζω, στραγγουρία, στρογγύλος.