κνισμός: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος → he whom the gods love dies young, only the good die young

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
(CSV import)
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κνισμός]], οῦ,<br />an itching of the [[skin]], [[tickling]], Ar.
|mdlsjtxt=[[κνισμός]], οῦ,<br />an itching of the [[skin]], [[tickling]], Ar.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=φαγούρα). Ἀπό τό [[κνίζω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Revision as of 16:00, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνισμός Medium diacritics: κνισμός Low diacritics: κνισμός Capitals: ΚΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: knismós Transliteration B: knismos Transliteration C: knismos Beta Code: knismo/s

English (LSJ)

ὁ, A itching, tickling, S.Fr.537; irritation, Ar.Pl.974; lovers' quarrel, Alciphr.1.29. II tune for the flute, Tryphoap. Ath.14.618c.

German (Pape)

[Seite 1461] ὁ, = κνησμός, unangenehmer Reiz, Jucken auf der Haut, Sp.; gew. übertr. vom phasischen u. moralischen Reiz zur Liebe, Ar. Plut. 974; τάδ' ἐστὶ κνισμὸς καὶ φιλημάτων ψόφος Soph. bei Ath. XI, 487 d. Auch = Zank, verliebte Neckerei, κἄν μοι κνισμός τις πρὸς αὐτὸν ἢ διαφορὰ γένηται Alciphr. 1, 29. – Als eine Art von Liedern aufgeführt Ath. XIV, 618 c; ein Tanz Poll. 4, 100.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
démangeaison, excitation des sens.
Étymologie: κνίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κνισμός -οῦ, ὁ [κνίζω] jeuk, irritatie.

Russian (Dvoretsky)

κνισμός: ὁ досл. зуд, перен. возбуждение Soph., Arph.

Greek Monolingual

ο (Α κνισμός) κνίζω
κνησμός, φαγούρα
αρχ.
1. εξοργισμός, εξερεθισμός
2. (στους εραστές) φιλονικία
3. είδος χορού
4. είδος αυλήσεως.

Greek Monotonic

κνισμός: ὁ, φαγούρα του δέρματος, γαργάλημα, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κνισμός: ὁ, κνησμός, «φαγοῦρα» τοῦ δέρματος, γαργαλισμός, μεταφορ., ἐπὶ πάθους, Σοφ. Ἀποσπ. 482, Ἀριστοφ. Πλ. 974· ― ἐρῶντος πειράγματα, Ἀλκίφρων 1. 29, πρβλ. κνίσμα. ΙΙ. εἶδος ᾄσματος ἢ χοροῦ, Ἀθήν. 618C.

Middle Liddell

κνισμός, οῦ,
an itching of the skin, tickling, Ar.

Mantoulidis Etymological

(=φαγούρα). Ἀπό τό κνίζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.