ὀρθρινός: Difference between revisions
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(CSV import) |
|||
Line 39: | Line 39: | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':ÑrqrinÒj 哦而特里挪士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':早 相當於: ([[בֹּקֶר]]‎)<br />'''字義溯源''':破曉,早晨,早,晨;源自([[ὄρθρος]])=黎明);而 ([[ὄρθρος]])出自([[ὄρος]])*=山)。參讀 ([[ὀρθρίζω]])同源字<br />'''同義字''':1) ([[ὀρθρινός]])破曉 2) ([[ὄρθριος]])曙 3) ([[πρωΐα]])早晨 4) ([[προϊνός]] / [[πρωϊνός]])晨<br />'''出現次數''':總共(1);啓(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 晨(1) 啓22:16 | |sngr='''原文音譯''':ÑrqrinÒj 哦而特里挪士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':早 相當於: ([[בֹּקֶר]]‎)<br />'''字義溯源''':破曉,早晨,早,晨;源自([[ὄρθρος]])=黎明);而 ([[ὄρθρος]])出自([[ὄρος]])*=山)。參讀 ([[ὀρθρίζω]])同源字<br />'''同義字''':1) ([[ὀρθρινός]])破曉 2) ([[ὄρθριος]])曙 3) ([[πρωΐα]])早晨 4) ([[προϊνός]] / [[πρωϊνός]])晨<br />'''出現次數''':總共(1);啓(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 晨(1) 啓22:16 | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=-όν [[del amanecer]] ref. a Helios ἐπικαλοῦμαί σε, τὸν μέγιστον θεόν, ... ὀρθρινὸν ἐπιλάμποντα <b class="b3">te invoco a ti, el dios más grande, el que brilla al amanecer</b> P IV 1602 (cj. Reitz.) | |||
}} | }} |
Revision as of 15:30, 15 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, (ὄρθρος) later form (Phryn.PSp.93 B.) for ὄρθριος, LXX Wi.11.22, al.; ὀρθρινὸς οἴχεσθαι AP5.176 (Mel.); ὀ. δῶρα ib.7.195 (Id.) : neuter plural as adverb, ὀρθρινὰ παίζειν ib.12.47 (Id.). [ῐ AP5.176, 12.47, as in ἠρινός, θερινός, χειμερινός: Arat.948, AP6.160 (Antip. Sid.), etc. make ι long, prob. in imitation of ὀπωρῑνῷ which is a metr. necessity in Hom., v. sub voc.]
German (Pape)
[Seite 377] am frühen Morgen, ὀρθρινὰ παίζων, Mel. 73 (XII, 47); ἰχθυβολῆες, Phaedim. 4 (VII, 739); ἐκ κοίτης ᾤχετο, Mel. 91 (V, 177); φωνή, Antp. Sid. 26 (VI, 160), u. öfter in der Anth.; Luc. Gall. 1; N. T. Von Phryn. 51 wird es verworfen, statt ὄρθριος. [Ι ist bei Mel. kurz.]
Russian (Dvoretsky)
ὀρθρῑνός: (иногда ῐ) утренний, ранний: ὀ. ἀποπτάμενος Anth. рано утром улетевший.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθρινός: -ή, -όν, (ὄρθρος) μεταγεν. τύπος («ὄρθιος χρὴ λέγειν, οὐκ ὀρθρινὸς» Φρύν. ἐν Α. Β. 54) ἀντὶ τοῦ ὄρθριος. Ἀνθ. Π. 6. 160, κτλ.· ὀρθρινὸς οἴχεσθαι αὐτόθι 5. 177., 12. 47· ὡς Ἐπίρρ., ὀρθρινὰ παίζειν ὁ αὐτ. 7. 195· ― τὸ ὀρθρινὸν ὡς Ἐπίρρ., Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 1, προσέτι ὀρθρινῶς, Σωφρ. 3477Α. [ῐ Ἀνθ. Π. 5. 177., 12. 47, ὡς ἐν ταῖς λ. ἠρινός, θερινός, χειμερινός· παρὰ τῷ Ἀράτ. 948, Ἀνθ. Π. 6. 160, κτλ., τὸ ι μηκύνεται, πιθαν. κατὰ μίμησιν τοῦ ὀπωρῑνῷ, ὅπερ παρ’ Ὁμήρ. εἶναι ἀνάγκη μετρική, ἴδε τὴν λ.] ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 333.
Spanish
English (Strong)
from ὄρθρος; relating to the dawn, i.e. matutinal (as an epithet of Venus, especially brilliant in the early day): morning.
English (Thayer)
ὀρθρινή ὀρθρινον (from ὄρθρος; cf. ἡμερινός, ἑσπερινός, ὀπωρινός, πρωϊνός a poetic (Anth.) and later form for ὄρθριος (see Lob. ad Phryn., p. 51; Sturz, De dial. Maced. et Alex., p. 186; (Winer's Grammar, 25)), early: L T Tr WH. (Wisdom of Solomon 11:23 (22).)
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ὀρθρινός, -ή, -όν)
αυτός που αναφέρεται στον όρθρο, στην αυγή («τ' ορθρινό του τραγούδι το πουλί με τη φωνή του ψάλτη θα ταιριάσει», Παλαμ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ορθρινό
το εγερτήριο σάλπισμα («μα δεν ξυπνάει στο ορθρινό κανένας πεθαμένος», Γρυπ.)
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὀρθρινά
κατά την αυγή, κατά τα χαράματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρθρος + κατάλ. -ινός (πρβλ. εωθ-ινός, μεσημβρ-ινός)].
Greek Monotonic
ὀρθρῐνός: -ή, -όν (ὄρθρος), = ὄρθριος, σε Ανθ., Λουκ.
Middle Liddell
ὀρθρῐνός, ή, όν ὄρθρος = ὄρθριος, Anth., Luc.]
Chinese
原文音譯:ÑrqrinÒj 哦而特里挪士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:早 相當於: (בֹּקֶר)
字義溯源:破曉,早晨,早,晨;源自(ὄρθρος)=黎明);而 (ὄρθρος)出自(ὄρος)*=山)。參讀 (ὀρθρίζω)同源字
同義字:1) (ὀρθρινός)破曉 2) (ὄρθριος)曙 3) (πρωΐα)早晨 4) (προϊνός / πρωϊνός)晨
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 晨(1) 啓22:16
Léxico de magia
-όν del amanecer ref. a Helios ἐπικαλοῦμαί σε, τὸν μέγιστον θεόν, ... ὀρθρινὸν ἐπιλάμποντα te invoco a ti, el dios más grande, el que brilla al amanecer P IV 1602 (cj. Reitz.)