μυγμός: Difference between revisions
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[μυγμός]], οῦ, ὁ, [[μύζω]]<br />a moaning, [[muttering]], Aesch. | |mdlsjtxt=[[μυγμός]], οῦ, ὁ, [[μύζω]]<br />a moaning, [[muttering]], Aesch. | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=ὁ [[quejido]] ref. al nombre de Mene ὁ ςʹ (σύντροφος τοῦ ὀνόματος) μ. <b class="b3">el sexto compañero de tu nombre es un quejido</b> P VII 771 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:30, 15 October 2022
English (LSJ)
ὁ, A utterance of the sound μὺ μῦ, moaning, whimpering (v. μύζω), ascribed to the sleeping Furies in A.Eu.117, 120; of wounded men or dogs, D.S.17.11, 92; μ. ἀνθρώπινος, of the κυνοκέφαλος, Id.3.35; μ. βρεφῶν, = Lat. vagitus, Gloss.; of the noise of the fish γλάνις, Arist.HA621a29. II utterance of the sound μ. D.T.631.18 (pl.), D.H.Comp.14, Praxiph. ap. Demetr.Eloc.57 (pl.), S.E.M.1.102.
German (Pape)
[Seite 213] ὁ, der Ton, den man hervorbringt, wenn man mit geschlossenen Lippen den Athem heftig hervorstößt, Stöhnen, Seufzen; Arist. H. A. 9, 37; D. Sic. 17, 11; Plut. Cor. 38; S. Emp. adv. gramm. 192. Vgl. auch μυχμός.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
murmure, sorte de grognement.
Étymologie: μύζω.
Russian (Dvoretsky)
μυγμός: ὁ
1) вздох (μ. καὶ στεναγμός Plut.);
2) сопение, храпение Aesch., Arst., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
μυγμός: -οῦ, ὁ, ὁ διὰ κεκλεισμένου στόματος ἐκπεμπόμενος ἐκ τῆς ῥινὸς ἦχος, μούγγρυσμα, (ἴδε ἐν λέξ. μύζω), οἷος ὁ ἀποδιδόμενος εἰς τὰς κοιμωμένας Ἐρινῦς ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 117, 120· ἐπὶ κυνῶν, Διόδ. 17. 92· ἐπὶ τοῦ ἤχου ὃν παράγει ὁ ἰχθὺς γλάνις, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 12.
Spanish
Greek Monolingual
μυγμός, ὁ (Α)
1. (γενικά) ήχος που παράγεται από τη μύτη με κλειστό το στόμα, μούγκρισμα, βογγητό
2. (ειδικά) ο ήχος που παράγει το ψάρι γλάνις («γινώσκεται γὰρ ὑπό τῶν ἁλιέων οὗ ἂν τύχῃ ᾠοφυλακῶν
ἐρύκων γὰρ τὰ ἰχθύδια ᾄττει, καὶ ἦχον ποιεῖ καὶ μυγμόν», Αριστοτ.)
3. η προφορά του φθόγγου μυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυγ- του μύζω (Ι) «μουγκρίζω, βογγώ» + κατάλ. -μος, με παρλλ. τ. μυχμός (πιθ. < επίθημα -smo-)].
Greek Monotonic
μυγμός: -οῦ, ὁ (μύζω), μούγκρισμα, μουρμουρητό, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
μυγμός, οῦ, ὁ, μύζω
a moaning, muttering, Aesch.
Léxico de magia
ὁ quejido ref. al nombre de Mene ὁ ςʹ (σύντροφος τοῦ ὀνόματος) μ. el sexto compañero de tu nombre es un quejido P VII 771