λωτοφάγος: Difference between revisions

From LSJ

τάπερ πάθομεν ἄχεα πρός γε τῶν τεκομένων → the pains which we have suffered, and, indeed, from our own parent | the pains which we have suffered, and those even from the one who brought us into the world | the pains we have suffered, and from a parent, too

Source
m (Text replacement - "οἱ" to "οἱ")
m (pape replacement)
Line 7: Line 7:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(Λωτοφάγοι = [[εἰρηνικός]] [[λαός]] τῆς Κυρήνης). Σύνθετο ἀπ τό [[λωτός]] + [[φαγεῖν]] τοῦ [[τρώγω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[λωτός]].
|mantxt=(Λωτοφάγοι = [[εἰρηνικός]] [[λαός]] τῆς Κυρήνης). Σύνθετο ἀπ τό [[λωτός]] + [[φαγεῖν]] τοῦ [[τρώγω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[λωτός]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[Lotos]] [[essend]]</i>, s. Λωτοφάγος.
}}
}}

Revision as of 16:53, 24 November 2022

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se nourrit des fruits du lotus, càd de jujube ; οἱ Λωτοφάγοι les Lotophages, peuple de Cyrénaïque, sur la côte d'Afrique.
Étymologie: λωτός, φαγεῖν.

Greek Monolingual

ο (Α λωτοφάγος, -ον)
1. αυτός που τρέφεται με λωτούς
2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Λωτοφάγοι
αρχαίος μυθικός ειρηνικός και φιλόξενος λαός που κατοικούσε στις ακτές της βόρειας Αφρικής, κάπου στην περιοχή της Κυρηναϊκής, και είχε ως κύρια ή μοναδική τροφή του τους καρπούς του δένδρου λωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λωτός + -φάγος (< θ. φαγ- πρβλ. -φαγ-ον, αόρ. του ἐσθίω)].

Mantoulidis Etymological

(Λωτοφάγοι = εἰρηνικός λαός τῆς Κυρήνης). Σύνθετο ἀπ τό λωτός + φαγεῖν τοῦ τρώγω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη λωτός.

German (Pape)

Lotos essend, s. Λωτοφάγος.