μηχανορράφος: Difference between revisions
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[cunning]], [[maker]], [[treacherous]] | |woodrun=[[cunning]], [[maker]], [[treacherous]] | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[Ränke]] (zusammennähend) [[schmiedend]], [[Listen]] [[ersinnend]]</i>; ὑφεὶς μάγον τοιόνδε μηχανορράφον Soph. <i>O.R</i>. 387; κακῶν Eur. <i>Andr</i>. 448. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:08, 24 November 2022
English (LSJ)
[ρᾰ], ον, forming crafty plans, S.OT387: c. gen., μ. κακῶν crafty schemers of ill, E.Andr.447, cf. 1116.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui trame des machinations.
Étymologie: μηχανή, ῥάπτω.
Russian (Dvoretsky)
μηχᾰνορράφος: строящий козни, коварный (μάγος Soph.): μ. κακῶν Eur. виновник несчастий.
Greek (Liddell-Scott)
μηχᾰνορράφος: -ον, ὁ παρασκευάζων πανοῦργα καὶ δόλια σχέδια, δολοπλόκος, Σοφ. Ο. Τ. 387· μετὰ γεν., μ. κακῶν, δόλιοι ἐργάται κακῶν, Εὐρ. Ἀνδρ. 447, πρβλ. 1116 - Καθ’ Ἡσύχ.: «μηχανορράφος· κατασκευαστής, ἐπινοητὴς κακῶν».
Greek Monolingual
-ο (ΑΜ μηχανορράφος, -ον)
(ως ουσ. και ως επίθ.) αυτός που εφευρίσκει δόλια μέσα, ραδιούργος, δολοπλόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + -ρράφος (< ραφή < ράπτω), πρβλ. ιστιορράφος, νευρορράφος].
Greek Monotonic
μηχᾰνορράφος: -ον (ῥάπτω), αυτός που ασχολείται με δολοπλοκίες, σε Σοφ.· με γεν., μηχανορράφος κακῶν, δόλιοι πρωταίτιοι συμφορών, σε Ευρ.
Middle Liddell
μηχᾰνορ-ράφος, ον ῥάπτω
craftily-dealing, soph.: c. gen., μ. κακῶν crafty workers of ill, Eur.
English (Woodhouse)
German (Pape)
Ränke (zusammennähend) schmiedend, Listen ersinnend; ὑφεὶς μάγον τοιόνδε μηχανορράφον Soph. O.R. 387; κακῶν Eur. Andr. 448.