κυδάνω: Difference between revisions

From LSJ

ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κῡδάνω:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> [[делать славным]], [[покрывать славой]] (τοὺς Τρῶας Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[быть гордым]], [[гордиться]], [[торжествовать]] (Ἀχαιοὶ [[μέγα]] κύδανον οὕνεκ᾽ Ἀχιλλεὺς ἐξεφάνη Hom.).
|elrutext='''κῡδάνω:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1</b> [[делать славным]], [[покрывать славой]] (τοὺς Τρῶας Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[быть гордым]], [[гордиться]], [[торжествовать]] (Ἀχαιοὶ [[μέγα]] κύδανον οὕνεκ᾽ Ἀχιλλεὺς ἐξεφάνη Hom.).
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:00, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡδάνω Medium diacritics: κυδάνω Low diacritics: κυδάνω Capitals: ΚΥΔΑΝΩ
Transliteration A: kydánō Transliteration B: kydanō Transliteration C: kydano Beta Code: kuda/nw

English (LSJ)

[ᾰ], A = κυδαίνω, only pres. and impf., exalt, τοὺς μὲν ὁμῶς μακάρεσσι θεοῖσι κυδάνει Il.14.73. II to be triumphant, Ἀχαιοὶ μὲν μέγα κύδανον 20.42.

German (Pape)

[Seite 1524] = κυδαίνω; τοὺς μὲν ὁμοῦ μακάρεσσι θεοῖσιν κυδάνει Il. 14, 73, auch intrans., Ruhm haben, Ἀχαιοὶ μὲν μέγα κύδανον, οὕνεκα 20, 42.

French (Bailly abrégé)

impf. poét. κύδανον;
1 tr. célébrer, vanter, glorifier;
2 intr. se vanter.
Étymologie: cf. κυδαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυδάνω [κῦδος] stralen, trots zijn:. Ἀχαιοὶ μὲν μέγα κύδανον de Achaeërs waren erg trots Il. 20.42. aanzien verlenen.

Russian (Dvoretsky)

κῡδάνω: (ᾰ)
1 делать славным, покрывать славой (τοὺς Τρῶας Hom.);
2 быть гордым, гордиться, торжествовать (Ἀχαιοὶ μέγα κύδανον οὕνεκ᾽ Ἀχιλλεὺς ἐξεφάνη Hom.).

Greek Monolingual

κυδάνω (Α)
κυδαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κυδαίνω, σχηματισμένος υστερογενώς από τον αόρ. -κύδαν-α].

Greek Monotonic

κῡδάνω: [ᾰ] = κυδαίνω, μόνο στον ενεστ. και παρατ.
I. έχω σε υπόληψη, σε Ομήρ. Ιλ.
II. καυχιέμαι, περηφανεύομαι, στο ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

κῡδάνω: ᾰ, = κυδαίνω, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἔχω ἐν τιμῇ, τοὺς μὲν ὁμῶς μακάρεσσι θεοῖσι κυδάνει Ἰλ. Ξ. 75. ΙΙ. = κυδιάω, καυχῶμαι, ὑπερηφανεύομαι, Ἀχαιοὶ μὲν μέγα κύδανον, οὕνεκα... Υ. 42.

Middle Liddell

κῡδάνω, = κυδαίνω only in pres. and imperf.,]
I. to hold in honour, Il.
II. to vaunt, boast, Il.