συνεκπέμπω: Difference between revisions
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συνεκπέμπω:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''συνεκπέμπω:'''<br /><b class="num">1</b> [[вместе отсылать]], [[одновременно высылать]] (τινὰς εἰς Πελλήνην Xen.);<br /><b class="num">2</b> [[помогать бежать]] (τινά Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[одновременно выталкивать]], [[проталкивать]] (τὸ [[πῶμα]] εἴς τι Plat.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 16:40, 25 November 2022
English (LSJ)
A send out or forth together, τοὺς ἀχρείους εἰς Πελλήνην X.HG7.2.18; τοὺς οἰκέτας Id.Oec.7.35; τῶν ἅμ' αὐτοῖς -θέντων ἐπὶ Θερμοπύλας D.S. 11.4; help to get away, Plu.Brut.45:—Pass., Id.Mar.40. 2 of things, send forth or eject together, τὸ πῶμα Pl.Ti.91a; φωνήν Anon. ap.Suid. s.v. φιμοῖ.
German (Pape)
[Seite 1012] mit oder zugleich aus-, fort-, wegschicken; Plat. Tim. 91 a; Xen. Hell. 7, 2, 18 Oec. 7, 35 u. Sp., wie Plut. Timol. 2 u. Luc.
French (Bailly abrégé)
faire sortir ou renvoyer en même temps.
Étymologie: σύν, ἐκπέμπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-εκπέμπω van personen mede of tegelijk wegzenden, met acc. helpen ontsnappen, met acc. van zaken mede uitscheiden of lozen:. πῶμα vocht Plat. Tim. 91a.
Russian (Dvoretsky)
συνεκπέμπω:
1 вместе отсылать, одновременно высылать (τινὰς εἰς Πελλήνην Xen.);
2 помогать бежать (τινά Plut.);
3 одновременно выталкивать, проталкивать (τὸ πῶμα εἴς τι Plat.).
Greek Monolingual
Α ἐκπέμπω
1. απομακρύνω, διώχνω συγχρόνως («τοὺς ἀχρείους συνεκπέμψαι εἰς Πελλήνην», Ξεν.)
2. βοηθώ κάποιον να δραπετεύσει («συνεκπεμφθεὶς ὑπ' αὐτῆς ἀπέδρα μετὰ τῶν φίλων καὶ διέφυγε πρὸς Μάριον», Πλούτ.)
3. (σχετικά με πράγματα) εκβάλλω, απορρίπτω συγχρόνως
4. (ειδ.) εκστομίζω.
Greek Monotonic
συνεκπέμπω: μέλ. -ψω, αποστέλλω από κοινού, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκπέμπω: ἐκπέμπω ὁμοῦ, τοὺς ἀχρείους συνεκπέμψαι εἰς Πελλήνην Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 18· τοὺς οἰκέτας ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 7. 35· τινὰ ἅμα τινὶ ἐπὶ Θερμοπύλας Διόδ. 11. 4· ἐκπέμπω κρυφίως, Πλουτ. Μάρ. 40. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἐκπέμπω ἢ ἐκρίπτω ὁμοῦ, τὸ πῶμα Πλάτ. Τίμ. 91Α· «τὸ στόμα τῇ χειρὶ φιμώσασα τοῦ ἐσφαγμένου μή τινα τῇ ψυχῇ συνεκπέμψειε φωνὴν» παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. φιμοῖ.