ἀνάπαυμα: Difference between revisions
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀνάπαυμα:''' поэт. [[ἄμπαυμα]], ατος τό<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἀνάπαυμα:''' поэт. [[ἄμπαυμα]], ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[отдых]], [[передышка]] (μερμηράων Hes.);<br /><b class="num">2</b> [[место отдыха]] Anth. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 17:20, 25 November 2022
English (LSJ)
poet. ἄμπαυμα, ατος, τό,
A repose, rest, μερμηράων Hes. Th.55; κακῶν ἄμπαυμα μεριμνέων Thgn.343; μόχθων Lyr.Oxy.9iii4; πλάτας E.Hyps.Fr.3iii14.
2 resting place, APl.4.228 (Anyte); of a tomb, CIG4623 (Syria), cf. Epigr.Gr.453.3.
II fallow land, PTeb.115.3 (ii B. C.), PFay.112.4 (i A. D.).
2 the state of fallow land, ἐν ἀναπαύματι or ἐν ἀναπαύμασι PTeb.61a385 (ii B. C.), PLond. 3.1223.8 (ii A. D.), BGU1092.16 (iv A. D.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Alolema(s): poét. ἄμπαυμα Hes.Th.55, Thgn.343
I 1descanso, reposo, pausa c. gen. μερμεράων Hes.l.c., κακῶν Thgn.l.c., μόχθων Lyr.Adesp.8c, TAM 4.303, πλάτας E.Fr.1.3.13 Bond.
2 lugar de descanso, sitio para descansar, AP 16.228 (Anyt.), de una tumba CIG 4623 (Siria), cf. Epigr.Gr.453.3.
II 1barbecho ἐν ἀ[ναπ]αύ[μα]τι PTeb.61b.385 (II a.C.), PLond.3.1223.8 (II d.C.), BGU 1092.16 (IV d.C.).
2 campo en barbecho, PTeb.115.3 (II a.C.), PFay.112.4 (I d.C.).
German (Pape)
[Seite 200] τό, die Ruhe, Erholung, Hes. ἄμπαυμα μερμηράων Th. 55; öfter bei sp. D., z. B. Anyt. 7 (Plan. 228).
Russian (Dvoretsky)
ἀνάπαυμα: поэт. ἄμπαυμα, ατος τό
1 отдых, передышка (μερμηράων Hes.);
2 место отдыха Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάπαυμα: ποιητ. ἄμπ-, ατος, τό, ἀνάπαυσις, ἡσυχία, λησμοσύνην τε κακῶν ἄμπαυμά τε μερμηράων Ἡσ. Θ. 55· κακῶν ἄμπαυμα μεριμνέων Θέογν. 343. 2) τόπος ἀναπαύσεως, ἀναπαυτήριον, Ἀνθ. Πλαν. 228· ἐπὶ τάφου, «ἑαυτῷ καὶ Παυλίνῃ γυναικὶ καὶ υἱοῖς καὶ φίλοις ἀνάπαυμα» Συλλ. Ἐπιγρ. 4623.
Greek Monolingual
ἀνάπαυμα και ποιητ. ἄμπαυμα, το (Α) ἀναπαύω
1. ανάπαυση, διάλειμμα, ανακούφιση από κάτι
2. (για τάφους) τόπος αναπαύσεως
3. (για αγρούς) αγρανάπαυση.
Greek Monotonic
ἀνάπαυμα: ποιητ. ἄμπαυμα, -ατος, τό (ἀναπαύω),
1. ανάπαυλα, ξεκούραση, σε Ησίοδ.· μεριμνῶν, από τις έγνοιες, σε Θέογν.
2. μέρος ανάπαυσης, σε Ανθ.
Middle Liddell
ἀναπαύω
1. a repose, rest, Hes.; μεριμνῶν from cares, Theogn.
2. a resting-place, Anth.