ἐγκεράννυμι: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐγκεράννῡμι:''' (fut. ἐγκεράσω с ᾰ) тж. med.<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἐγκεράννῡμι:''' (fut. ἐγκεράσω с ᾰ) тж. med.<br /><b class="num">1</b> (в чем-л.) размешивать ([[οἶνον]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[смешивать]], [[примешивать]], [[добавлять]] (τί τινι или τι εἴς τι, med. τι Plat.; στοιχεῖα ἐγκεκραμένα ἀλλήλοις Arst.; [[χρῶμα]] ἐγκεκραμένον Plut.);<br /><b class="num">3</b> med. [[устраивать]], [[вызывать]]: ἐγκερασάμενος πρήγματα [[μεγάλα]] Her. подняв большую смуту. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:00, 25 November 2022
English (LSJ)
or ἐγκεραννύω, A mix, esp. wine, οἶνόν τ' ἐγκεράσασα πιεῖν Il.8.189; τρεῖς μόνους κρατῆρας ἐγκεραννύω Eub.94.1 (cf. ἐγκίρνημι) ; ἐ. τι εἰς ὄνομα Pl.Cra.427c:—Med., mix for oneself: metaph., concoct, πρήγματα μεγάλα Hdt.5.124; ἐγκεράσασθαι παιδιάν mix in a little amusement, Pl.Plt.268d, cf. Luc.Am.19. II Pass., to be multiplied together, of numbers, Theol.Ar.45.
Spanish (DGE)
mezclar ἥλιος ... πᾶσι ... τὸ παρ' αὐτοῦ φίλτρον ἐγκεράννυσιν Plu.2.780e.
German (Pape)
[Seite 707] (s. κεράννυμι), einmischen, in Etwas mischen; οἶνον Il. 8, 188; Plat. Euthyd. 299 b; κρατῆρας ἐγκεραννύω Eubul. bei Ath. II, 36 b u. A. Auch von einem Buchstaben, πλεῖστον εἰς τὸ ὄνομα ἐνεκέρασε Plat. Crat. 427 c. – Med., oft übertr., anzetteln, anstiften, πρήγματα μεγἀλα Her. 5, 124; παιδιάν Plat. Polit. 268 d; Sp., wie Plut.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐνεκέρασα;
Pass. ao. ἐνεκράθην, pf. ἐγκέκραμαι;
mêler dans : οἶνον IL mélanger du vin (dans des coupes) ; mêler l'un avec l'autre, confondre ensemble ; Pass. être mêlé ou mélangé;
Moy. ἐγκεράννυμαι se mêler à ; abs. mettre en mouvement : πρήγματα μεγάλα HDT machiner de grandes affaires.
Étymologie: ἐν, κεράννυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκεράννῡμι: (fut. ἐγκεράσω с ᾰ) тж. med.
1 (в чем-л.) размешивать (οἶνον Hom.);
2 смешивать, примешивать, добавлять (τί τινι или τι εἴς τι, med. τι Plat.; στοιχεῖα ἐγκεκραμένα ἀλλήλοις Arst.; χρῶμα ἐγκεκραμένον Plut.);
3 med. устраивать, вызывать: ἐγκερασάμενος πρήγματα μεγάλα Her. подняв большую смуту.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκεράννῡμι: ἢ -ύω: μέλλ. -άσω ᾰ: - ἀναμιγνύω, ἰδίως ἐπὶ οἴνου, οἰνόν τ’ ἐγκεράσασα πιεῖν Ἰλ. Θ. 189· τρεῖς μόνους κρατῆρας ἐγκεραννύω Εὔβουλ. ἐν «Σεμέλῃ» 1. 1 (πρβλ. ἐγκίρνημι)· ἐγκ. τι εἴς τι Πλάτ. Κρατ. 427C: - Μέσ., ἀναμιγνύω δι’ ἐμαυτόν, καὶ μεταφ., παρασκευάζω, πρήγματα μεγάλα Ἡρόδ. 5. 124· ἐγκεράσασαθαι παιδιάν, ἀναμῖξαι παιδιάν, Πλάτ. Πολιτικ. 268D.
Greek Monolingual
ἐγκεράννυμι και ἐγκεραννύω (Α)
1. (για κρασί) ανακατώνω με νερό
2. ανακατώνω
3. μηχανορραφώ, δολοπλοκώ, σκαρώνω.
Greek Monotonic
ἐγκεράννῡμι: ή -ύω, μέλ. -κεράσω [ᾰ], αναμειγνύω, ιδίως λέγεται για κρασί, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., αναμειγνύομαι, ανακατεύομαι· μεταφ., εφευρίσκω, φτιάχνω, παρασκευάζω, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
or -ύω fut. -κεράσω
to mix in, mix, esp. wine, Il.:—Mid. to mix for oneself: metaph. to concoct, Hdt.