ἐκμηρύομαι: Difference between revisions

From LSJ

σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐκμηρύομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> развертывать, разворачивать, преимущ. воен. проводить узким строем (τῆς χαράδρας, sc. τοὺς ἵππους Polyb.): ἐκμηρυόμενος αὑτὸν διὰ στενῆς θυρίδος Plut. протиснувшись через узкое окошко;<br /><b class="num">2)</b> [[проходить узким строем]] (κατὰ τὴν γέφυραν Xen.; τὰς δυσχωρίας Polyb.).
|elrutext='''ἐκμηρύομαι:'''<br /><b class="num">1</b> развертывать, разворачивать, преимущ. воен. проводить узким строем (τῆς χαράδρας, sc. τοὺς ἵππους Polyb.): ἐκμηρυόμενος αὑτὸν διὰ στενῆς θυρίδος Plut. протиснувшись через узкое окошко;<br /><b class="num">2</b> [[проходить узким строем]] (κατὰ τὴν γέφυραν Xen.; τὰς δυσχωρίας Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:10, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκμηρύομαι Medium diacritics: ἐκμηρύομαι Low diacritics: εκμηρύομαι Capitals: ΕΚΜΗΡΥΟΜΑΙ
Transliteration A: ekmērýomai Transliteration B: ekmēryomai Transliteration C: ekmiryomai Beta Code: e)kmhru/omai

English (LSJ)

A wind off like a ball of thread, Jul.Gal.135c; of an army, make it defile out, τὴν δύναμιν ἐκ τῶν δυσχωριῶν Plb.Fr.132; διὰ στενῆς θυρίδος.. ἐκμηρυόμενος αὑτόν Plu.Aem.26. II intr., of the army, defile, X.An.6.5.22; τῆς χαράδρας Plb.3.53.5 (but τὰς δυσχωρίας ib.51.2). III metaph., evolve itself, develop, Dam.Pr. 65, cf. eund. ap. Simp.in Ph.780.30.

Spanish (DGE)

A tr.
I 1desenrollar εἰ καὶ λεπτότερον ἁρπεδόνος ἐκμηρυομένων αὐτῶν ἐκταθείη Iul.Gal.23.135c, cf. Hsch.s.u. ἐκπηνιεῖται.
2 marchar, recorrer hasta el final, c. ac. de extensión θεωροῦντες τοὺς ἱππεῖς δυσχερῶς ἐκμηρυομένους καὶ μακρῶς τὰς δυσχωρίας viendo que la caballería recorría los desfiladeros dificultosa y lentamente Plb.3.51.2, ὁ δὲ ἐκμηρυσάμενος τῷ πλῷ τὸν ποταμὸν πάντα Anon. en Sud.s.u. ἐκμηρυσάμενος.
II c. ac. de animados desembarazar, sacar de un apuro, en aor. conseguir sacar de una dificultad o peligro ταῦτα (ὑποζύγια καὶ ἵπποι) ... τῆς χαράδρας Plb.3.53.5, τὴν δύναμιν ἐκ τῶν δυσχωριῶν Plb.Fr.132, διὰ στενῆς θυρίδος ... αὑτὸν καὶ παιδία καὶ γυναῖκα Plu.Aem.26, cf. Sch.E.Andr.718.
B intr. desplegarse en fila de ejércitos κατὰ τὴν γέφυραν X.An.6.5.22
fig. desarrollarse πάντα ἀπ' αὐτοῦ Dam.Pr.2, cf. 65, 71, οὐσία ἀπὸ ἑνὸς εἰς πλῆθος ἐκμηρυομένη Dam.in Prm.206.

French (Bailly abrégé)

1 dégager en faisant défiler : αὑτὸν διὰ στενῆς θυρίδος PLUT se glisser par une petite porte étroite;
2 intr. défiler, se sauver en défilant.
Étymologie: ἐκ, μηρύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκμηρύομαι:
1 развертывать, разворачивать, преимущ. воен. проводить узким строем (τῆς χαράδρας, sc. τοὺς ἵππους Polyb.): ἐκμηρυόμενος αὑτὸν διὰ στενῆς θυρίδος Plut. протиснувшись через узкое окошко;
2 проходить узким строем (κατὰ τὴν γέφυραν Xen.; τὰς δυσχωρίας Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμηρύομαι: ἀποθ., ἐκτυλίσσω, ἐξάγω ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, ἐπὶ στρατοῦ, ἕως ὅλῃ τῇ νυκτὶ ταῦτα μόλις ἐξεμηρύσατο τῆς χαράδρας Πολύβ. 3. 53, 5· διὰ στενῆς θυρίδος... ἐκμηρυόμενος αὑτὸν καὶ παιδία καὶ γυναῖκα Πλουτ. Αἰμιλ. 26. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐπὶ τοῦ στρατοῦ, ἐξελίττομαι, ἐπεκτείνομαι, Ξεν. Ἀν. 6. 5, 22, Πολύβ. 3. 51, 2.

Greek Monolingual

ἐκμηρύομαι (Α)
1. ξετυλίγω, ξεκουβαριάζω
2. (για στρατιώτες) διαβιβάζω, περνώ ένα ένα
3. (για στρατό) επεκτείνομαι, καταλαμβάνω θέσεις από ένα σημείο ώς κάποιο άλλο.

Greek Monotonic

ἐκμηρύομαι: αποθ.,
I. ξετυλίγω σαν το κουβάρι της κλωστής· λέγεται για στρατό, φεύγω σε παράταξη φάλαγγας από μια τοποθεσία, με γεν., σε Πολύβ., Πλούτ.
II. αμτβ., λέγεται για το στρατό, πορεύομαι σε φάλαγγα, σε Ξεν.

Middle Liddell


I. Dep. to wind out like a ball of thread: of an army, to make it defile out of a place, c. gen., Polyb., Plut.
II. intr., of the army, to defile, Xen.