ἐρυμνότης: Difference between revisions

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶςholy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐρυμνότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[укрепленность]]: ὅσα ἐρυμνότητος προσεδεῖτο Xen. незащищенные места (лагеря);<br /><b class="num">2)</b> [[крепость]], [[неприступность]] (τῶν τειχῶν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[непроходимость]] (τῶν Ἀλπεινῶν [[ὀρῶν]] Polyb.).
|elrutext='''ἐρυμνότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1</b> [[укрепленность]]: ὅσα ἐρυμνότητος προσεδεῖτο Xen. незащищенные места (лагеря);<br /><b class="num">2</b> [[крепость]], [[неприступность]] (τῶν τειχῶν Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[непроходимость]] (τῶν Ἀλπεινῶν [[ὀρῶν]] Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:30, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρυμνότης Medium diacritics: ἐρυμνότης Low diacritics: ερυμνότης Capitals: ΕΡΥΜΝΟΤΗΣ
Transliteration A: erymnótēs Transliteration B: erymnotēs Transliteration C: erymnotis Beta Code: e)rumno/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, strength or security of a place, X.Cyr.6.1.23; τῶν τειχῶν Arist.Pol.1330b37; αἱ ἐ. τῶν Ἄλπεων the difficulties of passing them, Plb.3.47.9, etc.

German (Pape)

[Seite 1037] ητος, ἡ, die Festigkeit eines Ortes, Befestigung, Xen. Cyr. 6, 1, 23; τῶν τειχέων Arist. pol. 7, 11; von den Alpen, Pol. 3, 47, 9. 48, 5, Unzugänglichkeit, Schroffheit.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
position fortifiée ou situation infranchissable.
Étymologie: ἐρυμνός.

Russian (Dvoretsky)

ἐρυμνότης: ητος ἡ
1 укрепленность: ὅσα ἐρυμνότητος προσεδεῖτο Xen. незащищенные места (лагеря);
2 крепость, неприступность (τῶν τειχῶν Arst.);
3 непроходимость (τῶν Ἀλπεινῶν ὀρῶν Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρυμνότης: -ητος, ἡ, τὸ ὀχυρὸν θέσεώς τινος, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 23· τῶν τειχῶν Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 9· ἐρ. τῶν Ἄλπεων, δυσκολία ἐν τῇ ὑπερβάσει αὐτῶν, Πολύβ. 3. 49, 9, κτλ.

Greek Monolingual

ἐρυμνότης, ἡ (Α) ερυμνός
1. η σιγουριά, η ασφάλεια μιας θέσης ή ενός τόπου («ἐρυμνότης τῶν τειχών», Αριστοτ.)
2. φρ. «ἐρυμνότης τῶν Ἄλπεων» — δυσκολία κατά τη διάβαση τών ‘Αλπεων.

Greek Monotonic

ἐρυμνότης: -ητος, ἡ, το οχυρό μίας θέσης, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἐρυμνότης, ητος,
strength or security of a place, Xen.