ἡμερότης: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
m (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἡμερότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἡμερότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1</b> [[ласковость]], [[кротость]] (καὶ ἡ. καὶ [[ἀγριότης]] ἔνεισιν ἐν πολλοῖς, sc. ζῴοις Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[культурность]] (φυτῶν Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[мягкость]], [[любезность]] Plat. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:35, 25 November 2022
English (LSJ)
ητος, ἡ, (ἥμερος) A cultivation, of a country, Hp.Aër. 12. 2 of men, gentleness, Pl.R.410d, Ephor.31(b)J., Epicur. Sent.Vat.36, Phld.Hom.p.32 O., D.S.32.27, etc.; of animals, Arist. HA588a21. II as a title, Clemency, ἡ ἡμετέρα ἡ. Just.Nov.115Pr.
German (Pape)
[Seite 1166] ητος, ἡ, das Zahmsein, die Sanftmuth; καὶ μαλακία Plat. Rep. III, 410 d; Gegensatz ἀγριότης, Arist. H. A. 8, 1.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
humeur douce, douceur.
Étymologie: ἥμερος.
Russian (Dvoretsky)
ἡμερότης: ητος ἡ
1 ласковость, кротость (καὶ ἡ. καὶ ἀγριότης ἔνεισιν ἐν πολλοῖς, sc. ζῴοις Arst.);
2 культурность (φυτῶν Arst.);
3 мягкость, любезность Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμερότης: -ητος, ἡ, (ἥμερος) ἀντίθ. ἀγριότης, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 1, 2. 2) καλλιέργεια χώρας, Ἱππ. Ἀέρ. 288. 3) ἐπί ἀνθρώπων, ἀγαθότης, πραότης, Πλάτ. Πολ. 410D. II παρὰ Βυζ., τίτλος τῶν αὐτοκρατόρων, Λατ. Serenitas. Clementia.
Greek Monotonic
ἡμερότης: -ητος, ἡ (ἥμερος), εξημέρωμα, ημερότητα· καλλιέργεια του εδάφους· λέγεται για ανθρώπους, πραότητα, ευγένεια, αγαθότητα, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἡμερότης, ητος, ἥμερος
tameness:—of men, gentleness, kindness, Plat.