ἄτρεπτος: Difference between revisions
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - " (op\.) ([Α-Ωα-ωΆΈΉΊΌΎΏἈἘἨἸὈὨᾈᾘᾨἌἜἬἼὌὬᾌᾜᾬἊἚἪἺὊὪᾊᾚᾪἎἮἾὮᾎᾞᾮἉἙἩἹὉὙὩᾉᾙᾩῬἍἝἭἽὍὝὭᾍᾝᾭἋἛἫἻὋὛὫᾋᾛᾫἏ...) |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inmutable]], [[inalterable]] de cosas y abstr. op. παθητός: ἡ οὐσία Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.158, φύσις Ph.1.78, τὸ ὕδωρ Plu.2.725b, τὸ ὄν Numen.8, ἢν φλεγμαίνῃ ... τὸ ἧπαρ ... ἄτρεπτον δὲ τὸ ἐς ἐργασίην ἔῃ Aret.<i>SD</i> 1.15.2, ἡ ποιότης Aristid.Quint.131.22, τὰ ... συμβαίνοντα Aristid.Quint.131.26, ἡ ψυχή Ast.Am.<i>Hom</i>.9.8.1, μίαν ... ἄτρεπτον καὶ ἄχρονον ζωὴν διδόντας Plot.4.4.10, ἐξ ἀτρέπτου ... καὶ ἀεὶ ὡσαύτως μένοντος οὐκ ἂν γεννηθείη τι S.E.<i>M</i>.10.334<br /><b class="num">•</b>[[firme]], [[constante]] φρόνημα I.<i>BI</i> 7.370, προαίρεσις Plu.2.799b, [[αἴσθησις]] S.E.<i>M</i>.7.160, τὸ δοξάζειν Plot.3.6.4, νοῦς Philostr.<i>Her</i>.46.18, νεύματα Nonn.<i>D</i>.17.49<br /><b class="num">•</b>de pers. [[impasible]], [[indiferente]] οὐδεὶς ἄ. Sm.<i>Ib</i>.15.15, ἄ. ... πρὸς τὸ κακῶς ἀκούειν Plu.<i>Alc</i>.13, τὸ πρόσωπον ἄ. ἦν de Sócrates, Luc.<i>VH</i> 2.23, Μοῖρα Ἄ. <i>Theol.Ar</i>.5, cf. Ph.1.72, Polyaen.2.1.14, <i>IG</i> 9(2).317.2 (Tesalia III d.C.), Hld.2.24.6, Procop.<i>Arc</i>.13.16, frec. en lit. crist. de Dios, Iust.Phil.M.6.1284A, de la naturaleza divina ἡ τοῦ θεοῦ φύσις ... ἄ. Epiph.Const.<i>Haer</i>.69.26, cf. Cyr.Al.M.74.965A, de la Trinidad y sus personas, Ath.Al.M.26.49B, Origenes <i>Io</i>.6.38, ὁ δὲ υἱὸς ... ἄ. ἐξ ἀτρέπτου Ath.Al.M.25.205A, 26.542A, ἄ. ζωή Origenes <i>Io</i>.2.17<br /><b class="num">•</b>c. gen. [[indiferente ante]] Ἡρακλῆς μὲν ἄ. μένει τοῦ θεάματος Philostr.<i>Im</i>.2.15.4<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἄ. [[inmutabilidad]] ὥσπερ θεοῦ τὸ ἄτρεπτον εἶναι Ph.1.72, κατέχειν δὲ μόνον [[αὐτοῦ]] τὸ μεγαλουργὸν καὶ ἄτρεπτον Agath.5.18.6, cf. Clem.Al.<i>Strom</i>.1.24.163, Ath.Al.M.26.592B.<br /><b class="num">2</b> [[que no admite cambio]], [[irreparable]] ἐπεὶ τὰ παρελθόντα πάντα ἄτρεπτά ἐστι Arist.<i>Mu</i>.401<sup>b</sup>19, ἀτρέπτοιο λυτήριον ... φόνοιο A.R.4.704.<br /><b class="num">3</b> [[no transformado]], [[no digerido]] ἡ τροφὴ [[ἄπεπτος]], ἄ. Aret.<i>CD</i> 2.7.1, ὠμῶν δὲ καὶ ἀτρέπτων ἡ [[ἀνάδοσις]] Aret.<i>SD</i> 1.16.2, οὐ μόνον ἀτρέπτων καὶ ἀμεταβλήτων κατὰ ποιότητα μεινάντων Gal.16.800.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[inmutablemente]] ἀ. ἔχει Iust.Phil.<i>Qu.et Resp</i>.M.6.1284A<br /><b class="num">•</b>[[inflexible]], [[rígidamente]], [[inexorablemente]] οἱ δὲ ἀ. πάντας φονεύσαντες I.<i>BI</i> 7.396, ἀ. καὶ ἀπαραιτήτως ἔχει Ph.2.87, ἀ. ... ὑπομεῖναι τῷ ἐλέει τοῦ Θεοῦ Basil.<i>Ep</i>.79.<br /><b class="num">2</b> [[sin vacilación]] τοῦ δὲ ἀ. πάντα διηγομένου D.S.34/35.2, cf. Ph.1.112, (μῦς) μάλα ἀ. ἐπινήχεσθαι Ael.<i>NA</i> 17.17. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inmutable]], [[inalterable]] de cosas y abstr. [[op.]] [[παθητός]]: ἡ οὐσία Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.158, φύσις Ph.1.78, τὸ ὕδωρ Plu.2.725b, τὸ ὄν Numen.8, ἢν φλεγμαίνῃ ... τὸ ἧπαρ ... ἄτρεπτον δὲ τὸ ἐς ἐργασίην ἔῃ Aret.<i>SD</i> 1.15.2, ἡ ποιότης Aristid.Quint.131.22, τὰ ... συμβαίνοντα Aristid.Quint.131.26, ἡ ψυχή Ast.Am.<i>Hom</i>.9.8.1, μίαν ... ἄτρεπτον καὶ ἄχρονον ζωὴν διδόντας Plot.4.4.10, ἐξ ἀτρέπτου ... καὶ ἀεὶ ὡσαύτως μένοντος οὐκ ἂν γεννηθείη τι S.E.<i>M</i>.10.334<br /><b class="num">•</b>[[firme]], [[constante]] φρόνημα I.<i>BI</i> 7.370, προαίρεσις Plu.2.799b, [[αἴσθησις]] S.E.<i>M</i>.7.160, τὸ δοξάζειν Plot.3.6.4, νοῦς Philostr.<i>Her</i>.46.18, νεύματα Nonn.<i>D</i>.17.49<br /><b class="num">•</b>de pers. [[impasible]], [[indiferente]] οὐδεὶς ἄ. Sm.<i>Ib</i>.15.15, ἄ. ... πρὸς τὸ κακῶς ἀκούειν Plu.<i>Alc</i>.13, τὸ πρόσωπον ἄ. ἦν de Sócrates, Luc.<i>VH</i> 2.23, Μοῖρα Ἄ. <i>Theol.Ar</i>.5, cf. Ph.1.72, Polyaen.2.1.14, <i>IG</i> 9(2).317.2 (Tesalia III d.C.), Hld.2.24.6, Procop.<i>Arc</i>.13.16, frec. en lit. crist. de Dios, Iust.Phil.M.6.1284A, de la naturaleza divina ἡ τοῦ θεοῦ φύσις ... ἄ. Epiph.Const.<i>Haer</i>.69.26, cf. Cyr.Al.M.74.965A, de la Trinidad y sus personas, Ath.Al.M.26.49B, Origenes <i>Io</i>.6.38, ὁ δὲ υἱὸς ... ἄ. ἐξ ἀτρέπτου Ath.Al.M.25.205A, 26.542A, ἄ. ζωή Origenes <i>Io</i>.2.17<br /><b class="num">•</b>c. gen. [[indiferente ante]] Ἡρακλῆς μὲν ἄ. μένει τοῦ θεάματος Philostr.<i>Im</i>.2.15.4<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἄ. [[inmutabilidad]] ὥσπερ θεοῦ τὸ ἄτρεπτον εἶναι Ph.1.72, κατέχειν δὲ μόνον [[αὐτοῦ]] τὸ μεγαλουργὸν καὶ ἄτρεπτον Agath.5.18.6, cf. Clem.Al.<i>Strom</i>.1.24.163, Ath.Al.M.26.592B.<br /><b class="num">2</b> [[que no admite cambio]], [[irreparable]] ἐπεὶ τὰ παρελθόντα πάντα ἄτρεπτά ἐστι Arist.<i>Mu</i>.401<sup>b</sup>19, ἀτρέπτοιο λυτήριον ... φόνοιο A.R.4.704.<br /><b class="num">3</b> [[no transformado]], [[no digerido]] ἡ τροφὴ [[ἄπεπτος]], ἄ. Aret.<i>CD</i> 2.7.1, ὠμῶν δὲ καὶ ἀτρέπτων ἡ [[ἀνάδοσις]] Aret.<i>SD</i> 1.16.2, οὐ μόνον ἀτρέπτων καὶ ἀμεταβλήτων κατὰ ποιότητα μεινάντων Gal.16.800.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[inmutablemente]] ἀ. ἔχει Iust.Phil.<i>Qu.et Resp</i>.M.6.1284A<br /><b class="num">•</b>[[inflexible]], [[rígidamente]], [[inexorablemente]] οἱ δὲ ἀ. πάντας φονεύσαντες I.<i>BI</i> 7.396, ἀ. καὶ ἀπαραιτήτως ἔχει Ph.2.87, ἀ. ... ὑπομεῖναι τῷ ἐλέει τοῦ Θεοῦ Basil.<i>Ep</i>.79.<br /><b class="num">2</b> [[sin vacilación]] τοῦ δὲ ἀ. πάντα διηγομένου D.S.34/35.2, cf. Ph.1.112, (μῦς) μάλα ἀ. ἐπινήχεσθαι Ael.<i>NA</i> 17.17. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:25, 27 November 2022
English (LSJ)
ον, A unchangeable, opp. παθητός, οὐσία Chrysipp.Stoic. 2.158; unmoved, inflexible, Arist.Mu.401b19; irreparable, φόνος A.R. 4.704; Μοῖρα IG9(2).317, cf. 14.1839; ἀτρέπτους κἀπαραιτήτους Phld. D.1.18; ἄ. τὸ πρόσωπον Luc.VH2.23; ἄ. πρὸς κινδύνους J.BJ7.8.7; πρὸς τὸ κακῶς ἀκούειν indifferent to ill-repute, not caring, Plu.Alc.13. Adv. -τως Ph.2.87, J.BJ7.9.1; without hesitation, D.S.34.2, Ael. NA17.17:—also ἀτρεμ-πτί, Hdn.Epim.256. II Medic., of food, undigested, Aret.SD1.16, Gal.16.800.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inmutable, inalterable de cosas y abstr. op. παθητός: ἡ οὐσία Chrysipp.Stoic.2.158, φύσις Ph.1.78, τὸ ὕδωρ Plu.2.725b, τὸ ὄν Numen.8, ἢν φλεγμαίνῃ ... τὸ ἧπαρ ... ἄτρεπτον δὲ τὸ ἐς ἐργασίην ἔῃ Aret.SD 1.15.2, ἡ ποιότης Aristid.Quint.131.22, τὰ ... συμβαίνοντα Aristid.Quint.131.26, ἡ ψυχή Ast.Am.Hom.9.8.1, μίαν ... ἄτρεπτον καὶ ἄχρονον ζωὴν διδόντας Plot.4.4.10, ἐξ ἀτρέπτου ... καὶ ἀεὶ ὡσαύτως μένοντος οὐκ ἂν γεννηθείη τι S.E.M.10.334
•firme, constante φρόνημα I.BI 7.370, προαίρεσις Plu.2.799b, αἴσθησις S.E.M.7.160, τὸ δοξάζειν Plot.3.6.4, νοῦς Philostr.Her.46.18, νεύματα Nonn.D.17.49
•de pers. impasible, indiferente οὐδεὶς ἄ. Sm.Ib.15.15, ἄ. ... πρὸς τὸ κακῶς ἀκούειν Plu.Alc.13, τὸ πρόσωπον ἄ. ἦν de Sócrates, Luc.VH 2.23, Μοῖρα Ἄ. Theol.Ar.5, cf. Ph.1.72, Polyaen.2.1.14, IG 9(2).317.2 (Tesalia III d.C.), Hld.2.24.6, Procop.Arc.13.16, frec. en lit. crist. de Dios, Iust.Phil.M.6.1284A, de la naturaleza divina ἡ τοῦ θεοῦ φύσις ... ἄ. Epiph.Const.Haer.69.26, cf. Cyr.Al.M.74.965A, de la Trinidad y sus personas, Ath.Al.M.26.49B, Origenes Io.6.38, ὁ δὲ υἱὸς ... ἄ. ἐξ ἀτρέπτου Ath.Al.M.25.205A, 26.542A, ἄ. ζωή Origenes Io.2.17
•c. gen. indiferente ante Ἡρακλῆς μὲν ἄ. μένει τοῦ θεάματος Philostr.Im.2.15.4
•subst. τὸ ἄ. inmutabilidad ὥσπερ θεοῦ τὸ ἄτρεπτον εἶναι Ph.1.72, κατέχειν δὲ μόνον αὐτοῦ τὸ μεγαλουργὸν καὶ ἄτρεπτον Agath.5.18.6, cf. Clem.Al.Strom.1.24.163, Ath.Al.M.26.592B.
2 que no admite cambio, irreparable ἐπεὶ τὰ παρελθόντα πάντα ἄτρεπτά ἐστι Arist.Mu.401b19, ἀτρέπτοιο λυτήριον ... φόνοιο A.R.4.704.
3 no transformado, no digerido ἡ τροφὴ ἄπεπτος, ἄ. Aret.CD 2.7.1, ὠμῶν δὲ καὶ ἀτρέπτων ἡ ἀνάδοσις Aret.SD 1.16.2, οὐ μόνον ἀτρέπτων καὶ ἀμεταβλήτων κατὰ ποιότητα μεινάντων Gal.16.800.
II adv. -ως
1 inmutablemente ἀ. ἔχει Iust.Phil.Qu.et Resp.M.6.1284A
•inflexible, rígidamente, inexorablemente οἱ δὲ ἀ. πάντας φονεύσαντες I.BI 7.396, ἀ. καὶ ἀπαραιτήτως ἔχει Ph.2.87, ἀ. ... ὑπομεῖναι τῷ ἐλέει τοῦ Θεοῦ Basil.Ep.79.
2 sin vacilación τοῦ δὲ ἀ. πάντα διηγομένου D.S.34/35.2, cf. Ph.1.112, (μῦς) μάλα ἀ. ἐπινήχεσθαι Ael.NA 17.17.
German (Pape)
[Seite 388] unverwandt, unerschütterlich, πρόσωπον Plut. Poplic. 17; τὸ πρ. ἄτρεπτος ἦν, er veränderte keine Miene, Luc. Ver. H. 2, 23; πρὸς τὸ κακῶς ἀκούειν, er lehrte sich nicht daran, Plut. Alc. 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne se détourne pas, immobile, immuable;
2 fig. qui ne s'émeut pas, indifférent.
Étymologie: ἀ, τρέπω.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄτρεπτος, -ον) τρέπω
1. αμετάτρεπτος, αμετάβλητος
2. άκαμπτος, σταθερός, αλύγιστος
αρχ.-μσν.
επίρρ. ἀτρέπτως
χωρίς μεταβολή
αρχ.
1. ανεπανόρθωτος
2. αυτός που δεν δίνει σημασία, αδιάφορος σε κάτι
3. ο δίχως δισταγμό, ο αδίστακτος
4. αχώνευτος, άπεπτος.
Greek Monotonic
ἄτρεπτος: -ον (τρέπω), ακίνητος, άκαμπτος, σε Πλούτ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἄτρεπτος: неподвижный, неизменный (τὰ παρελθόντα πάντα Arst.; πρόσωπον Luc.; τοῦ σώματος ῥώμη Plut.): ἄ. πρός τι Plut. безразличный к чему-л.; χρῆσθαι ἀτρέπτῳ τῷ λογισμῷ πρὸς τὸ δεινόν Plut. мужественно умирать.