Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συνουσιαστικός: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 ;")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[qui sait vivre en société]], [[sociable]];<br /><b>2</b> aphrodisiaque;<br /><b>3</b> libertin.<br />'''Étymologie:''' [[συνουσιάζω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[qui sait vivre en société]], [[sociable]];<br /><b>2</b> [[aphrodisiaque]];<br /><b>3</b> libertin.<br />'''Étymologie:''' [[συνουσιάζω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 19:03, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνουσιαστικός Medium diacritics: συνουσιαστικός Low diacritics: συνουσιαστικός Capitals: ΣΥΝΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: synousiastikós Transliteration B: synousiastikos Transliteration C: synousiastikos Beta Code: sunousiastiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A sociable, ξυμποτικὸς καὶ ξ. Ar.V.1209. 2 capable of holding intercourse with, ὁ ἄνθρωπος . . τῷ θεῷ -κός Corp.Herm.12.19. II promoting sexual intercourse, aphrodisiac, Chrysipp.Stoic.3.199, Paul.Aeg.1.79; σ. τόπος, μόρια, Heph.Astr.1.1, Cat.Cod.Astr.2.177. 2 lewd, salacious, Ph.2.22 (Sup.).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui sait vivre en société, sociable;
2 aphrodisiaque;
3 libertin.
Étymologie: συνουσιάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνουσιαστικός -ή -ον [συνουσιάζω] gezellig in de omgang.

Russian (Dvoretsky)

συνουσιαστικός: умеющий вести себя в обществе, светский Arph.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συνουσιαστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συνουσιαστής
αφροδισιακός
αρχ.
1. κοινωνικός
2. ο ικανός στο να κρατά σχέσεις με κάποιον («ὁ ἄνθρωπος τῷ θεῷ συνουσιαστικός», Ερμητ.)
3. λάγνος, ασελγής.

Greek Monotonic

συνουσιαστικός: -ή, -όν, αυτός που είναι κατάλληλος για συναναστροφή, αυτός που διαθέτει κοινωνικότητα, κοινωνικός, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

συνουσιαστικός: -ή, -όν, ὁ ἁρμόζων εἰς συνουσίαν, ἐπιτήδειος εἰς συναναστροφήν, κοινωνικός, Ἀριστοφ. Σφ. 1209. ΙΙ. ὁ συντελῶν εἰς σαρκικὴν μῖξιν, ἀφροδισιακός, Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 335D. 2) λάγνος, ἀσελγής, Φίλων 2. 22, κτλ.

Middle Liddell

συνουσιαστικός, ή, όν
suited for society, sociable, Ar.

German (Pape)

ή, όν, zum Umgange gehörig, geschickt, καὶ ξυμποτικός, Ar. Vesp. 1209, bes. zum Beischlafe geschickt, geneigt.