ἱκέσιος: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> de suppliant : ἱκέσιαι λιταί SOPH prières de suppliants;<br /><b>2</b> protecteur des suppliants;<br /><b>3</b> suppliant.<br />'''Étymologie:''' [[ἱκέτης]]. | |btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> de suppliant : ἱκέσιαι λιταί SOPH prières de suppliants;<br /><b>2</b> [[protecteur des suppliants]];<br /><b>3</b> suppliant.<br />'''Étymologie:''' [[ἱκέτης]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 19:06, 28 November 2022
English (LSJ)
α, ον, or ος, ον (v. infr.), A of or for suppliants, epithet of Zeus, their protector, A.Supp. 616, S.Ph.484, E.Hec.345, SIG929 (Cos); also Ἱκέσιος alone, IG12 (3).402 (Thera); πρὸς Ἱκεσίου Luc.Pisc.3; ἱκεσία Θέμις Διός A.Supp. 360 (lyr.). 2 of or consisting of suppliants, παρθένων ἱ. λόχος Id.Th.111 (lyr.). 3 suppliant, ἱκεσίους πέμπων λιτάς S.Ph.495; ἱκεσίαν . . προστροπάν E.Heracl.108 (lyr.); ἱκεσίοις σὺν κλάδοις Id.Supp. 102; ἱκεσίᾳ χερί ib.108; ἀνάγκας ἱκεσίους λῦσαι ib.39; of persons, ἱκέσιός σε λίσσομαι S.Ant.1230; ἱκεσία τε γίγνομαι E.Med.710: ἱκέσιος, ὁ, as substantive, suppliant, Berl.Sitzb.1927.167 (Cyrene). II ἡ Ἱκέσιος (sc. ἔμπλαστρος), name of a plaster, Paul.Aeg.3.62, 7.17; ἡ Ἱκεσίου Id.3.64. [ῐκ-, exc. metri gr. in A.R.2.215.]
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
1 de suppliant : ἱκέσιαι λιταί SOPH prières de suppliants;
2 protecteur des suppliants;
3 suppliant.
Étymologie: ἱκέτης.
Russian (Dvoretsky)
ἱκέσιος: и 2 (ῐκ)
1 просительный, умоляющий, молящий (παρθένων λόχος Aesch.; λιταί Soph.; προστροπή Eur.): ἱκεσίᾳ χερί Eur. умоляюще простирая руки; ἱκέσιός σε λίσσομαι Soph. я молю тебя; ἱκεσία γίγνομαι Eur. умоляю;
2 покровительствующий просящим (Ζεύς Aesch., Soph.; Θέμις Aesch.; θεός Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱκέσιος: -α, -ον, ἢ ος, ον, (ἴδε κατωτ.) : ἐπίθετ. τοῦ Διὸς ὡς προστάτου τῶν ἱκετῶν, Αἰσχύλ. Ἱκ. 616. Σοφ. Φιλ. 484, Εὐρ. Ἑκ. 345· πρὸς Ἱκεσίου Λουκ. Ἁλ. 3· ὡσαύτως, ἱκεσία Θέμις Διὸς Αἰσχύλ. Ἱκ. 360· πρλλ. ἱκετήσιος, ἵκτιος. 2) ἀποτελούμενος ἐξ ἱκετίδων, παρθένων ἱκ. λόχος Αἰσχύλ. Θήβ. 111. 3) ἱκετευτικός, ἱκεσίους πέμπων λιτὰς Σοφ. Φιλ. 495· ἱκεσίαν... προστροπὰν Εὐρ. Ἡρακλ. 108· ἱκεσίοις σὺν κλάδοις ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 102· ἱκεσίᾳ χερὶ αὐτόθι 108· ἀνάγκας ἱκεσίους λύειν αὐτόθι 39: ― ἐπὶ προσώπων, ἱκέσιός σε λίσσομαι Σοφ. Ἀντιγ. 1290· ἱκεσία τε γίγνομαι Εὐρ. Μήδ. 710. ῐκ-, πλὴν χάριν τοῦ μέτρου ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Β. 215.
Greek Monolingual
-ία, -ο (ΑΜ ἱκέσιος, -ον, θηλ. και -ία) ικέτης
το θηλ. ως ουσ. η ικεσία
δέηση ικέτη, αίτηση βοήθειας
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η ικεσία
θερμή, ταπεινή παράκληση
μσν.-αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ Ἱκέσιος (ενν. έμπλαστρος) είδος εμπλάστρου
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱκεσία
ικέτευμα
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ικέτη
3. αυτός που αποτελείται από ικέτιδες
4. ικετευτικός.
Greek Monotonic
ἱκέσιος: [ῐ], -α, -ον ή -ος, -ον,
1. (ἱκέτης) = ἱκετήσιος, σε Τραγ.
2. αυτός που αναφέρεται ή αποτελείται από ικέτιδες, σε Αισχύλ.
3. ικετευτικός, λέγεται για δεήσεις, σε Σοφ., Ευρ.· λέγεται για πρόσωπα, σε Σοφ., Ευρ.
Middle Liddell
ἱ˘κέσιος, η, ον ἱκέτης
1. = ἱκετήσιος, Trag.
2. of or consisting of suppliants, Aesch.
3. suppliant, of prayers, Soph., Eur.; of persons, Soph., Eur.
English (Woodhouse)
suppliant, protecting suppliants, supplicating, supplicatory
German (Pape)
auch 2 Endg., den Schutzflehenden betreffend, flehend; ἴδετε παρθένων ἱκέσιον λόχον Aesch. Spt. 106; ἱκέσιός σε λίσσομαι Soph. Ant. 1215; ἱκεσίους πέμπων λιτάς Phil. 493; Eur. ἱκεσίοις σὺν κλάδοις Suppl. 102; χεῖρας ἱκεσίους Or. 1414; ἱκεσία γίγνομαι, = ἱκέτις, Med. 708; App. B.C. 3.74; – Ζεὺς ἱκέσιος, als Schutzgott der Flehenden, Aesch. Suppl. 611, Soph. Phil. 482, Eur. Hec. 345; Ap.Rh. 2.215 [wo ι lang ist, wie in der Anth.]; so πρὸς Ἱκεσίου Luc. Pisc. 3; Paus.; – Θέμις, Aesch. Suppl. 360; θεοί, Eur. Suppl. 39.