εὐειδής: Difference between revisions
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
||
Line 41: | Line 41: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=ὄμορφος). Ἀπό τό [[εὖ]] + [[εἶδος]] (=[[μορφή]]) τοῦ [[εἴδω]] (=[[βλέπω]]), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. | |mantxt=(=[[ὄμορφος]]). Ἀπό τό [[εὖ]] + [[εἶδος]] (=[[μορφή]]) τοῦ [[εἴδω]] (=[[βλέπω]]), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 29 November 2022
English (LSJ)
ές, well-shaped, comely, γυνή Il.3.48; prop. of female beauty (v. Eust. adloc.), cf. Hes. Th.250, Thgn.1002, Pi.I.8(7).31, B. 12.102, Hdt.1.196 (Sup.), al., Pl.Cri.44a, X.Mem.3.11.4; of males, Hdt.1.112, 6.32 (Sup.), A.Pers.324, E. Hel.1540, X.HG5.3.9: generally, beautiful, χρωτὸς εὐειδὴς φύσις E.Alc.174; τὸ εὐειδές, beauty of face, Cret. usage mentioned by Arist. Po.1461a14.
German (Pape)
[Seite 1063] ές, wohl gestaltet, γυνή Il. 3, 47, nach Eust. vorzugsweise von Frauen; ἄλοχος Pind. I. 7, 28; Γαλάτεια Hes. Th. 250; Λάκαινα κόρη Theogn. 1002; ἀνήρ Aesch. Pers. 316; χρωτὸς εὐειδῆ φύσιν Eur. Alc. 172; von Frauen auch Her. 3, 1. 3, wie Plat. Crit. 44 a; von Männern Her. 6, 32; Xen. An. 2, 3, 3, wie Plat. Rep. VI, 494 c u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
d'aspect agréable, beau, gracieux;
Sp. εὐειδέστατος.
Étymologie: εὖ, εἶδος.
Russian (Dvoretsky)
εὐειδής: миловидный, красивый, прекрасный (γυνή Hom.; ἄλοχος Pind.; ἀνήρ Aesch., Her., Xen., Plat.; παῖς Her., Plut.): χρωτὸς εὐ. φύσις Eur. прекрасная наружность.
Greek (Liddell-Scott)
εὐειδής: -ές, ἔχων καλὸν εἶδος, ὡραίαν μορφήν, γυνὴ Ἰλ. Γ. 48· κυρίως ἐπὶ καλλονῆς γυναικείας (ἴδε Εὐστ. ἐν τόπ.), πρβλ. Ἡσ. Θ. 250, Θέογν. 1002, Πινδ. Ι. 8. (7). 61. Πλάτ. Κρίτωνα 44 Α, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 4· ἀλλ’ ἐπὶ ἀρρένων, Ἡρόδ. 1. 32, 112., 6. 32 (ἐν τῷ Ὑπερθ.) Αἰσχύλ. Πέρσ. 324, Εὐρ. Ἑλ. 1540, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 9: καθόλου ὡραῖος, χρωτὸς εὐειδὴς φύσις Εὐρ. Ἄλκ. 174: - τὸ εὐειδές, καλοννὴ προσώπου, τὸ εὐηδὲς οἱ Κρῆτες εὐπρόσωπον καλοῦσι Ἀριστ. ἐν Ποιητ. 25. 16.
English (Autenrieth)
ές (ϝεῖδος): beautiful, Il. 3.48†.
English (Slater)
εὐειδής of fine appearance ἄλοχον εὐειδέα θέλων ἑκάτερος ἑὰν ἔμμεν (I. 8.28)
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐειδής, -ές)
αυτός που έχει ωραία μορφή (είδος), ο ωραίος, ο όμορφος («γυνή προσελθούσα καλή και ευειδής», Παπαδ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐειδές
η καλλονή, η ομορφιά του προσώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ειδής (< είδος «όψη»), πρβλ. δυσειδής, ωοειδής].
Greek Monotonic
εὐειδής: -ές (εἶδος), καλοφτιαγμένος, εμφανίσιμος, όμορφος, ωραίος, περικαλλής, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.
Middle Liddell
εὐ-ειδής, ές εἶδος
well-shaped, goodly, beautiful, beauteous, Il., Hdt., attic
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=ὄμορφος). Ἀπό τό εὖ + εἶδος (=μορφή) τοῦ εἴδω (=βλέπω), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.