πανάκεια: Difference between revisions
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=φάρμακο πού γιατρεύει [[κάθε]] ἀρρώστια). Ἀπό τό [[πᾶν]] + [[ἄκος]] τοῦ [[ἀκέομαι]] οῦμαι (=γιατρεύω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |mantxt=(=φάρμακο πού γιατρεύει [[κάθε]] ἀρρώστια). Ἀπό τό [[πᾶν]] + [[ἄκος]] τοῦ [[ἀκέομαι]] οῦμαι (=[[γιατρεύω]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 November 2022
English (LSJ)
[ᾰκ], ἡ, A universal remedy, panacea, Longin.38.5, Ph.1.215, Gal.13.766. 2 name of a healing herb or its juice (cf. πανακής 11), Call.Ap.40, etc.; πανακείας ῥίζα Gal.14.156; Hercules' woundwort, Opopanax hispidus, Thphr.HP9.15.7. b = λιγυστικόν, Laserpitium garganicum, Ps.-Dsc. 3.51. c = ἄρκιον, Id.4.106. 3 Pythag. name for six, Theol. Ar.38. II personified as daughter of Asclepius, Hp. Jusj., Ar.Pl. 702, 730.
German (Pape)
[Seite 456] ἡ, Heilmittel für Alles; Callim. H. Apoll. 39; Maneth. 4, 159 u. Sp. – Personificirt, die Allheilerinn, die Tochter des Aeskulap, Ar. Plut. 702. 730. – Auch ein Kraut, Schol. Nic. Ther. 500. 565, auch πάνακες genannt.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνάκεια: ἡ, καθολικὸν φάρμακον θεραπεῦον πᾶσαν νόσον, Λογγῖνος 38, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πανάκεια· θεραπεία». 2) ὄνομα ἰαματικῆς τινος βοτάνης ἢ τοῦ χυμοῦ αὐτῆς (πρβλ. πανακὴς ΙΙ), Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 39, κτλ.· π. ῥίζα Γαλην· Λατ. panacia, Ducan. 9. 921. II. προσωποπ., θυγάτηρ τοῦ Ἀσκληπιοῦ, Ἱππ. Ὅρκος, Ἀριστοφ. Πλ. 702, 730.
Greek Monolingual
η (Α πανάκεια) πανακής
1. φάρμακο το οποίο πιστευόταν ότι γιατρεύει κάθε ασθένεια
2. μτφ. μέσο θεραπείας για οποιαδήποτε νοσηρή κατάσταση («οι προγραμματικές του δηλώσεις θεωρήθηκαν πανάκεια για την πολιτική κατάσταση»)
3. ως κύριο όν. η Πανάκεια
ονομασία μιας από τις θυγατέρες του Ασκληπιού
αρχ.
1. ονομασία ιαματικού βοτάνου ή του χυμού του
2. ονομασία διαφόρων φυτών
3. ονομασία του αριθμού έξι στη γλώσσα τών Πυθαγορείων.
Mantoulidis Etymological
(=φάρμακο πού γιατρεύει κάθε ἀρρώστια). Ἀπό τό πᾶν + ἄκος τοῦ ἀκέομαι οῦμαι (=γιατρεύω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.