ἡδυπαθέω: Difference between revisions
Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=-ῶ (=ζῶ ἡδονικά). Παρασύνθετο ἀπό τό [[ἡδυπαθής]] (=[[ἡδύς]] + [[παθεῖν]] τοῦ [[πάσχω]]), (=[[φιλήδονος]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἡδυπάθεια]] (=ἀπόλαυση), [[ἡδυπάθημα]]. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[πάσχω]]. | |mantxt=-ῶ (=ζῶ ἡδονικά). Παρασύνθετο ἀπό τό [[ἡδυπαθής]] (=[[ἡδύς]] + [[παθεῖν]] τοῦ [[πάσχω]]), (=[[φιλήδονος]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἡδυπάθεια]] (=[[ἀπόλαυση]]), [[ἡδυπάθημα]]. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[πάσχω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 29 November 2022
English (LSJ)
live pleasantly, enjoy oneself, X.Cyr.1.5.1, Jul.Mis.342b; ἡ. ἀπό τινος X.Oec.5.2.
German (Pape)
[Seite 1154] wohlleben, sich dem Vergnügen ergeben, Xen. Cyr. 1, 5, 1 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
mener une vie efféminée.
Étymologie: ἡδυπαθής.
Russian (Dvoretsky)
ἡδῠπᾰθέω: утопать в роскоши, жить среди наслаждений Xen., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδυπᾰθέω: ζῶ τρυφηλῶς, ἀπολαύω τῶν ἡδονῶν τοῦ σώματος, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 1· ἡδ. ἀπό τινος ὁ αὐτ. Οἰκ. 5, 2.
Greek Monotonic
ἡδυπᾰθέω: (ἡδυπαθής), μέλ. -ήσω, ζω τρυφηλά, απολαμβάνω τις ηδονές του σώματος, είμαι πολυτελής, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἡδυπᾰθέω, fut. -ήσω ἡδυπαθής
to live pleasantly, enjoy oneself, be luxurious, Xen.
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=ζῶ ἡδονικά). Παρασύνθετο ἀπό τό ἡδυπαθής (=ἡδύς + παθεῖν τοῦ πάσχω), (=φιλήδονος).
Παράγωγα: ἡδυπάθεια (=ἀπόλαυση), ἡδυπάθημα. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα πάσχω.