ἄπωσις: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
(CSV import)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=ἀπώθηση). Ἀπό τό [[ἀπωθέω]] -ῶ. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] ὠθῶ.
|mantxt=(=[[ἀπώθηση]]). Ἀπό τό [[ἀπωθέω]] -ῶ. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] ὠθῶ.
}}
}}

Revision as of 12:27, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπωσις Medium diacritics: ἄπωσις Low diacritics: άπωσις Capitals: ΑΠΩΣΙΣ
Transliteration A: ápōsis Transliteration B: apōsis Transliteration C: aposis Beta Code: a)/pwsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A thrusting or driving away, διὰ τὴν τοῦ ἀνέμου ἄπωσιν αὐτῶν Th.7.34, cf. Aret.SD1.14. 2 repulsion, opp. ἕλξις, Arist.Ph.243a19.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 empuje διὰ τὴν τοῦ ἀνέμου ἄπωσιν αὐτῶν ἐς τὸ πέλαγος Th.7.34
empujón op. ἔπωσις Arist.Ph.243a19.
2 compresión ἄλλοτε δὲ τῇ κοιλίῃ ἅπας (σπλήν) ἐπαιώρηται τῇδε κἀκεῖσε πρὸς τὰς ἀπώσιας Aret.SD 1.14.2.

German (Pape)

[Seite 342] ἡ, Wegstoßen, Forttreiben, διὰ τὴν τοῦ ἀνέμου ἄπωσιν αὐτῶν Thuc. 7, 34.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de repousser.
Étymologie: ἀπωθέω.

Greek Monotonic

ἄπωσις: -εως, ἡ (ἀπωθέω), απώθηση, απέλαση, απόκρουση, εκτοπισμός, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἄπωσις: εως ἡ отталкивание (ἕλξις καὶ ἄ. Arst.): διὰ τὴν τοῦ ἀνέμου ἄπωσιν αὐτῶν ἐς τὸ πέλαγος Thuc. так как ветер уносил их в море.

Middle Liddell

ἀπωθέω
a driving away, Thuc.

Mantoulidis Etymological

(=ἀπώθηση). Ἀπό τό ἀπωθέω -ῶ. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ὠθῶ.