κατάρτυσις: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κατάρτυσις -εως, ἡ [καταρτύω] training, dressuur. | |elnltext=κατάρτυσις -εως, ἡ [καταρτύω] [[training]], [[dressuur]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:41, 29 November 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A training, discipline, παιδεία καὶ κατάρτυσις Plu.Them.2; ψυχῶν Iamb.VP16.68, cf. 20.95. 2 = confectio, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1376] ἡ, Zubereitung, Einrichtung, Anordnung, Erziehung, Sp.; von Pferden, Dressur, Plut. Them. 2.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d'élever, de former, de dresser, de discipliner.
Étymologie: καταρτύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάρτυσις -εως, ἡ [καταρτύω] training, dressuur.
Russian (Dvoretsky)
κατάρτῡσις: εως ἡ воспитание, обучение, дрессировка (τῶν ἵππων Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
κατάρτῡσις: -εως, ἡ, (καταρτύω), κατάρτισις (ὃ ἴδε), Ἰάμβλ. ἐν Β. Πυθ. 68 καὶ 95.
Greek Monolingual
κατάρτυσις, ἡ (Α) καταρτύω
1. η άσκηση, η εκγύμναση, η αγωγή («τοὺς τραχυτάτους πώλους ἀρίστους ἵππους γίγνεσθαι... ὅταν ἧς προσήκει τύχωσι παιδείας καὶ καταρτύσεως», Πλούτ.)
2. η επεξεργασία, η κατασκευή.