δάσμευσις: Difference between revisions
ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=δάσμευσις -εως, ἡ [δατέομαι] verdeling. | |elnltext=δάσμευσις -εως, ἡ [δατέομαι] [[verdeling]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:46, 29 November 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, dividing, distributing, X.An.7.1.37.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
distribución, división ταῦτα δὲ καταθέμενος ὡς ἐπὶ δάσμευσιν ἐθύετο X.An.7.1.37, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 523] ἡ, die Theilung, Xen. An. 7, 1, 37.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de partager, distribution.
Étymologie: *δασμεύω, de δασμός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δάσμευσις -εως, ἡ [δατέομαι] verdeling.
Russian (Dvoretsky)
δάσμευσις: εως ἡ разделение, раздел Xen.
Greek Monolingual
δάσμευσις, η (Α)
διανομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δάσμευσις φαίνεται σαν να προήλθε από αμάρτ. δασμεύω < δασμός.
Greek Monotonic
δάσμευσις: -εως, ἡ (δασμός), μοίρασμα, διανομή, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
δάσμευσις: -εως, ἡ, = διαίρεσις, διανομή, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 37.
Middle Liddell
δασμός
a distributing, Xen.