κηριτρεφής: Difference between revisions
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κηριτρεφής -ές [κήρ, τρέφω] geboren voor het ongeluk. | |elnltext=κηριτρεφής -ές [κήρ, τρέφω] [[geboren voor het ongeluk]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:48, 29 November 2022
English (LSJ)
ές, τρέφω) born to misery, ἄνθρωποι Hes.Op.418, cf. Orac. ap. Sch.E.Ph.638.
German (Pape)
[Seite 1433] ές, zum Tode, zum Unglück aufgezogen, sterblich; ἄνθρωποι Hes. O. 420; Orak. bei Schol. Eur. Phoen. 638; Sp.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 né pour le malheur, infortuné;
2 qui cause la mort.
Étymologie: κήρ, τρέφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κηριτρεφής -ές [κήρ, τρέφω] geboren voor het ongeluk.
Russian (Dvoretsky)
κηριτρεφής: рожденный на погибель, обреченный на смерть (ἄνθρωποι Hes.).
Greek Monolingual
κηριτρεφής, -ές (Α)
1. αυτός που γεννήθηκε και ανατράφηκε σε αθλιότητα («ὑπὲρ κεφαλῆς κηριτρεφέων ἀνθρώπων», Ησίοδ.)
2. αυτός που φθείρει την υγεία, αυτός που θανατώνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρι- (< κήρ [Ι]) + -τρεφής (τρέφος < τρέφω), πρβλ. ανεμοτρεφής, υδατοτρεφής].
Greek Monotonic
κηριτρεφής: -ές (τρέφω), αυτός που έχει συνθραφεί με την αθλιότητα, σε Ησίοδ.
Greek (Liddell-Scott)
κηριτρεφής: -ές, (τρέφω) συντεθραμμένος ἀθλιότητι, κηριτρεφέων «συντεθραμμένων μοίρᾳ καὶ θανάτῳ» (Σχόλ. Τζέτζ.)· ἄνθρωποι Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 416, Χρησμ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 638. 2) ἐπιφέρων θάνατον, θανατηφόρος, Συνέσ. 329C.