σύντεχνος: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σύντεχνος -ον [σύν, τέχνη] vakgenoot.
|elnltext=σύντεχνος -ον [σύν, τέχνη] [[vakgenoot]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:51, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύντεχνος Medium diacritics: σύντεχνος Low diacritics: σύντεχνος Capitals: ΣΥΝΤΕΧΝΟΣ
Transliteration A: sýntechnos Transliteration B: syntechnos Transliteration C: syntechnos Beta Code: su/ntexnos

English (LSJ)

ὁ, ἡ, fellow-craftsman, Ar.Fr.183: c. gen., Id.Ra.763; Athena is the σύντεχνος of Hephaestus, Pl.Plt.274c:—as Adj. σύντεχνος, ον, πῦρ Ael.Fr.101.

German (Pape)

[Seite 1035] ὁ, ἡ, dieselbe Kunst mit ausübend, Kunstgenosse, Ar. Ran. 762; Plat. Polit. 274 c heißt Athene die σύντεχνος des Hephästus.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
qui exerce la même profession que, gén..
Étymologie: σύν, τέχνη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύντεχνος -ον [σύν, τέχνη] vakgenoot.

Russian (Dvoretsky)

σύντεχνος: ὁ и ἡ товарищ по мастерству Arph., Plat.

Greek Monolingual

ο, η, ΝΑ
1. ομότεχνος
2. (γενικά) σύντροφος, συνεργάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. ἔν-τεχνος].

Greek Monotonic

σύντεχνος: ὁ, ἡ (τέχνη), αυτός που εξασκεί την ίδια τέχνη με κάποιον άλλον, ομότεχνος κάποιου· με γεν., σύντροφος ή συνεργάτης κάποιου, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

σύντεχνος: ὁ, ἡ, ὁμότεχνος, τὴν αὐτὴν τέχνην ἀσκῶν, σύντροφος ἐν τῇ τέχνη, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 226· μετὰ γεν., ὁ σύντροφοςσυνεργάτης τινός, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 763· ἡ Ἀθηνᾶ λέγεται σύντεχνος τοῦ Ἡφαίστου, Πλάτ. Πολιτ. 274C. Ἐν Ideler Phys. 2. 210, ὡς ἐπίθετ. σύντεχνος, η, ον.

Middle Liddell

σύν-τεχνος, ὁ, ἡ, τέχνη
practising the same art, c. gen. one's mate or fellow-workman, Ar.