Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πάγκαρπος: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πάγκαρπος -ον [πᾶς, καρπός] rijk aan vruchten; overdr.. πάγκαρπος ἀοιδά bonte bundel liederen AP 4.1.1.
|elnltext=πάγκαρπος -ον &#91;[[πᾶς]], [[καρπός]]] rijk aan vruchten; overdr.. πάγκαρπος ἀοιδά bonte bundel liederen AP 4.1.1.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 14:00, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάγκαρπος Medium diacritics: πάγκαρπος Low diacritics: πάγκαρπος Capitals: ΠΑΓΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: pánkarpos Transliteration B: pankarpos Transliteration C: pagkarpos Beta Code: pa/gkarpos

English (LSJ)

ον, A of all kinds of fruit, θύματα S.El.635; rich in every fruit, φυτά, χθών, Pi.P.9.58, I.4(3).41; γονὴ π. produce of all kinds, Pl.Ax.371c: metaph., π. ἀοιδά AP4.1.1 (Mel.); πάγκαρπον, τό, as title of a book, Gell.Praef.8. 2 covered with fruit, berried, δάφνη S.OT83. II as substantive, = χαμαιλέων μέλας, Ps.-Dsc.3.9.

German (Pape)

[Seite 435] mit allerlei Früchten, an allen Früchten reich; χθών, Pind. P. 3, 59; φυτά, P. 9, 60; δάφνη, Soph. O. R. 83; θύματα, El. 625; γονή, alle möglichen Früchte hervorbringend, Plat. Ax. 371 c; auch in der Anth., Mel. 1, 2 (IV, 1).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui consiste en une offrande de toutes sortes de fruits (sacrifice);
2 fécond, fertile, couvert de baies (laurier).
Étymologie: πᾶς, καρπός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάγκαρπος -ον [πᾶς, καρπός] rijk aan vruchten; overdr.. πάγκαρπος ἀοιδά bonte bundel liederen AP 4.1.1.

Russian (Dvoretsky)

πάγκαρπος:
1 изобилующий всякими плодами (χθών Pind.);
2 сплошь покрытый плодами (δάφνη Soph.);
3 состоящий из всяких плодов (θύματα Soph.): π. γονή Plat. урожай всевозможных плодов;
4 словно состоящий из всевозможных плодов (ἀοιδή Anth.).

English (Slater)

πάγκαρπος, -ον with fruit of all kinds “οὔτε παγκάρπων φυτῶν νάποινον” (P. 9.58) καὶ πάγκαρπον ἐπὶ χθόνα καὶ διὰ πόντον (I. 4.41)

Greek Monolingual

πάγκαρπος, -ον (Α)
1. αυτός που αποτελείται από καρπούς διαφόρων ειδών
2. πλούσιος σε κάθε είδους καρπούς («πάγκαρπα φυτά», Πίνδ.)
3. μτφ. πλήρης πνευματικών ή διανοητικών καρπών (πάγκαρπος ἀοιδά», Ανθ. Παλ.)
4. πλήρης καρπού, κατάφορτος από καρπούς («οὐ γὰρ ἂν κάρα πολυστεφὴς ὧδ' εἷρπε παγκάρπου δάφνης», Σοφ.)
5. το αρσ. ως ουσ.πάγκαρπος
το φυτό χαμαιλέων μέλας
6. (το ουδ. ως κύριο όν.) Πάγκαρπον
τίτλος βιβλίου
7. φρ. «γονὴ πάγκαρπος» — παραγωγή κάθε είδους καρπών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + καρπός].

Greek Monotonic

πάγκαρπος: -ον, αυτός που προέρχεται από όλα τα είδη καρπών, πλούσιος σε καρπούς, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

πάγκαρπος: -ον, ὁ ἐκ παντὸς εἴδους καρπῶν, θύματα Σοφ. Ἠλ. 635· πλούσιος εἰς παντοειδεῖς καρπούς, πλήρης καρπῶν, φυτόν, χθὼν Πινδ. Π. 9. 101, Ι. 4. 7. γονὴ π., παραγωγὴ παντὸς εἴδους καρπῶν, Πλάτ. Ἀξ. 371C· μεταφορ., π. ἀοιδὴ Ἀνθ. Π. 4. 1, 1· ― πάγκαρπον, τό, ὡς ἐπιγραφὴ βιβλίου, Γελλ. Προοίμ. 8. 2) μεστός, πλήρης καρποῦ, δάφνη Σοφ. Ο. Τ. 83. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὄνομα τοῦ φυτοῦ χαμαιλέων, Διοσκ. (Νόθ.) 3. 11.

Middle Liddell

πάγ-καρπος, ον,
of all kinds of fruit, Soph.: rich in every fruit, rich in fruit, Pind.