περιαλγής: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=περιαλγής -ές [περί, ἄλγος] [[hevig aangedaan]].
|elnltext=περιαλγής -ές [[[περί]], [[ἄλγος]]] [[hevig aangedaan]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 14:00, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιαλγής Medium diacritics: περιαλγής Low diacritics: περιαλγής Capitals: ΠΕΡΙΑΛΓΗΣ
Transliteration A: perialgḗs Transliteration B: perialgēs Transliteration C: perialgis Beta Code: perialgh/s

English (LSJ)

ές, (ἄλγος) A feeling extreme pain, mental or physical, opp. περιχαρής, Pl. R.462b, Plu.Fab.6. II very painful, φόνος Nic.Th.497. Adv. -γῶς D.C.78.24: Comp. -έστερον, κτείνειν Aret.SD1.13.

German (Pape)

[Seite 568] ές, um und um oder sehr Schmerz leidend, Gegensatz von περιχαρής, Plat. Rep. V, 462 b; Nic. Th. 498 u. Sp., wie Plut. öfter.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tout à fait affligé.
Étymologie: περί, ἄλγος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιαλγής -ές [περί, ἄλγος] hevig aangedaan.

Russian (Dvoretsky)

περιαλγής: крайне огорченный, удрученный Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

περιαλγής: -ές, (ἄλγος) ὁ αἰσθανόμενος σφοδρὸν ἄλγος, σφόδρα τεθλιμμένος, περίλυπος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ περιχαρής, Πλάτ. Πολ. 462Β, πρβλ. Πλουτ. Φάβ. 6. ― Ἐπίρρ. -γῶς, Δίων Κ. 78. 24.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που αισθάνεται μεγάλο ψυχικό πόνο, ο πολύ θλιμμένος, περίλυπος
αρχ.
1. αυτός που αισθάνεται δυνατό σωματικό πόνο
2. αυτός που προξενεί δυνατούς πόνους.
επίρρ...
περιαλγώς / περιαλγῶς ΝΜΑ
με βαθιά θλίψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -αλγής (< ἄλγος «πόνος»), πρβλ. υπερ-αλγής].

Greek Monotonic

περιαλγής: -ές (ἄλγος), αυτός που είναι πολύ στενοχωρημένος, περίλυπος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

περι-αλγής, ές ἄλγος
much pained, very sorrowful, Plat.