ψευδαμάμαξυς: Difference between revisions
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=ψευδαμάμαξυς -υος, ὁ [ψευδής, ἀμάμαξυς] kom. nepwijnrank. | |elnltext=ψευδαμάμαξυς -υος, ὁ [[[ψευδής]], [[ἀμάμαξυς]]] kom. nepwijnrank. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:03, 29 November 2022
English (LSJ)
[ᾰμ], υος, ὁ, bastard vine, Ar.V.326 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1393] ὁ, die falsche Baumrebe, Ar. Vesp. 326.
French (Bailly abrégé)
υος (ὁ) :
fausse vigne, càd menteur, charlatan.
Étymologie: ψευδής, ἁμάμαξυς.
Par. ψευδατράφαξυς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψευδαμάμαξυς -υος, ὁ [ψευδής, ἀμάμαξυς] kom. nepwijnrank.
Russian (Dvoretsky)
ψευδᾰμάμαξυς: υος ὁ досл. ложная виноградная лоза, перен. обманщик, шарлатан Arph.
Greek Monolingual
-αμάξυος, ὁ, Α
ψευδής άμπελος, φυτό που μοιάζει με κλήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + ἁμάμαξυς «άμπελος»].
Greek Monotonic
ψευδᾰμάμαξῠς: [ᾰμ],-υος, ὁ, νοθευμένο αμπέλι, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδᾰμάμαξῠς: -υος, ὁ, ψευδὴς ἀναδενδρὰς, οὐχὶ γνησία ἄμπελος, Ἀριστοφ. Σφ. 326.